ἐπάχθομαι
τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains
English (LSJ)
to be annoyed at.., κακοῖς E.Hipp.1260.
German (Pape)
[Seite 907] (s. ἄχθομαι), sich belästigt fühlen, betrübt sein, κακοῖς Eur. Hipp. 1260.
French (Bailly abrégé)
s'affliger de, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἄχθομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπάχθομαι: быть удручаемым, огорчаться (κακοῖς Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάχθομαι: ἄχθομαι ἐπί τινι, οὔθ’ ἥδομαι τοῖσδ’ οὔτ’ ἐπάχθομαι Εὐρ. Ἱππ. 1260.
Greek Monolingual
ἐπάχθομαι (Α)
στενοχωριέμαι, λυπάμαι για κάτι («ἥδομαι τοῖσδ' οὔτ' ἐπάχθομαι κακοῖς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άχθομαι «δυσανασχετώ»].
Greek Monotonic
ἐπάχθομαι: Παθ., ενοχλούμαι με κάτι, με δοτ., σε Ευρ.
Middle Liddell
Pass. to be annoyed at a thing, c. dat., Eur.