ἐπάχθομαι

From LSJ
Revision as of 14:22, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανεράwhat woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάχθομαι Medium diacritics: ἐπάχθομαι Low diacritics: επάχθομαι Capitals: ΕΠΑΧΘΟΜΑΙ
Transliteration A: epáchthomai Transliteration B: epachthomai Transliteration C: epachthomai Beta Code: e)pa/xqomai

English (LSJ)

to be annoyed at.., κακοῖς E.Hipp.1260.

German (Pape)

[Seite 907] (s. ἄχθομαι), sich belästigt fühlen, betrübt sein, κακοῖς Eur. Hipp. 1260.

French (Bailly abrégé)

s'affliger de, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἄχθομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπάχθομαι: быть удручаемым, огорчаться (κακοῖς Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάχθομαι: ἄχθομαι ἐπί τινι, οὔθ’ ἥδομαι τοῖσδ’ οὔτ’ ἐπάχθομαι Εὐρ. Ἱππ. 1260.

Greek Monolingual

ἐπάχθομαι (Α)
στενοχωριέμαι, λυπάμαι για κάτιἥδομαι τοῖσδ' οὔτ' ἐπάχθομαι κακοῖς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άχθομαι «δυσανασχετώ»].

Greek Monotonic

ἐπάχθομαι: Παθ., ενοχλούμαι με κάτι, με δοτ., σε Ευρ.

Middle Liddell


Pass. to be annoyed at a thing, c. dat., Eur.