ἐπαίτης
From LSJ
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
English (LSJ)
ἐπαίτου, ὁ, beggar, Telesp.14 H., Nech. ap. Vett.Val.290.2, Ath.5.192f, D.C.66.8 codd. ἐπαίτησις, εως, ἡ, begging, LXX Si.40.28,30.
German (Pape)
[Seite 896] ὁ, der fordert, Bettler, Teles Stob. fl. 5, 67; Ath. V, 192 f u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαίτης: -ου, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ζήτουλας», «διακονιάρης», Ἀθήν. 192F, Δίων Κ. 66. 8.
Greek Monolingual
ο (AM ἐπαίτης, θηλ. ἐπαῖτις») επαιτώ
ζητιάνος, ζήτουλας, διακονιάρης
μσν.- νεοελλ.
«μοναχοί ἐπαῖτες ἤ Τάγματα τῶν Ἐπαιτῶν» — μοναχικά τάγματα που ιδρύθηκαν κατά τον 13ο αιώνα και συντηρούνται με τις ελεημοσύνες τών πιστών.