εξαίρω
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
Greek Monolingual
(AM ἐξαίρω, Α και ἐξαείρω) αίρω
υψώνω κάτι ώστε να είναι ορατό, επαινώ («εξαίρει τις αρετές»)
νεοελλ.
1. τονίζω τη σπουδαιότητα («εξαίρει τη σοβαρότητα της καταστάσεως»)
2. παθ. υψώνομαι σε ανώτερο επίπεδο (ηθικό, συναισθηματικό)
αρχ.-μσν.
1. εξαφανίζω («ἄφετε ἴδωμεν εἰ ἐξάραι ὁ Θεὸς τὸν ἐχθρὸν τοῦτον τὸν ἀντιστάμενον ἡμῖν», Δούκας)
2. μέσ. σηκώνομαι, ανεβαίνω
αρχ.
1. σηκώνω, υψώνω («ἐξάρας [αὐτόν] παίει ἐς τὴν γῆν», Ηρόδ.)
2. (για πουλί) υψώνομαι από το έδαφος
3. παθ. ανεγείρομαι, υψώνομαι («τοῦτο [τοῦ τείχεος] ἅμα νυκτὶ ἐξηείρετο διπλήσιον τοῦ ἀρχαίου», Ηρόδ.)
4. πρήζομαι
5. παίρνουν τα μυαλά μου αέρα («ἐλπίσιν κεναῖς... ἐξήρετο», Σοφ.)
6. μεγαλοποιώ («οὕτω δ' ἄνω τὸ πρᾶγμα ἐξάρας ἐφθόνησέ μου ταῖς διαβολαῖς», Αισχίν.)
7. παρακινώ, προτρέπω («μηδὲν δεινὸν ἐξάρῃς μένος», Σοφ.)
8. διώχνω, απομακρύνω («ἐξάρατε τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν», ΚΔ)
9. ξεκινώ («ἐξάραντες παντί τῷ στρατεύματι», Πολ.)
10. αφαιρώ («ἐξᾱραι τὰ ἔπιπλα»)
11. μέσ. κερδίζω («δοιοὺς ἐξήρατο μισθούς», Ομ. Οδ.)
12. (για αρρώστια) κολλώ
13. διαστρέφω («τὰ γὰρ δῶρα... ἐξαίρει λόγους δικαίων», ΠΔ)
14. (ρητ.) μιλώ σε υψηλό ύφος.