πίλος
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
Greek Monolingual
ο / πῑλος, ΝΜΑ
1. κάλυμμα της κεφαλής, καπέλο
2. είδος μύκητα που προσβάλλει την αμυγδαλιά και τα εσπεριδοειδή
μσν.-αρχ.
1. κάλυμμα του κεφαλιού κατασκευασμένο από πίλημα, χωρίς γύρο, σκούφια («πῑλος τὸ ἐξ ἐρίων εἰργασμένον πρὸς τὸ κοιμᾶσθαι ἐπιτήδειον, ὅ ἡμεῖς πιλωτὸν φαμέν», Μέγα Ετυμολογικόν)
μσν.
αρχιερατική μίτρα
αρχ.
1. το πίλημα ως υλικό για την εσωτερική επένδυση ή για την κατασκευή διαφόρων αντικειμένων (α. «πέδιλα πίλοις ἔντοσθε πυκάσας», Ησίοδ.
β. «ἅμαξαι πίλοις περιπεφραγμένοι», Ιπποκρ.)
2. κάλυμμα της κεφαλής από οποιοδήποτε υλικό (α. «χαλκοῦς πῑλος» β. «πῑλος Λακωνικός»)
3. θώρακας από πίλημα
4. υποδήματα από πίλημα
5. σφαίρα, μπάλα («σφαιρίζουσα πίλῳ, ὤλισθεν εἰς τὸν Πηνειόν», Ανών.)
6. η μίτρα τών Ρωμαίων ιερέων
7. ο λόχος τών τριαριών («ἔστι δὲ πῑλος καὶ τάγμα, πρῶτος πῖλος καλούμενος», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Μορφολογικές δυσχέρειες εμποδίζουν τη σύνδεση της λ. με τα συνώνυμα: αρχ. άνω γερμ. filz, αγγλοσαξ. felt (< IE peldos) και επίσης με το αρχ. ρωσ. pŭlsti. Η σύνδεση εξάλλου της λ. με τα λατ. pilleus «πίλος, τσόχινο καπέλο» και pilus «τρίχα» (< θ. pil-s-o) δεν φαίνεται πιθανή, αφού το pilus είναι άγνωστης ετυμολ., ενώ το pilleus, όπως και το ελλ. πίλος, είναι μάλλον ανεξάρτητα δάνεια άγνωστης προέλευσης].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: κοχλιός H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.