οικειώ

From LSJ
Revision as of 14:46, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

Greek Monolingual

οἰκειῶ, -όω (ΑΜ, Α ιων. τ. οἰκηϊόω) οικείος
1. συνάπτω, προσαρμόζω, κάνω κάτι κατάλληλο για κάποιον («τριμμάτιον ᾠκείωσα τούτοις ἀνθινὸν παντοδαπόν», Σωτ. Κωμ.)
2. μέσ. οἰκειοῦμαι, -όομαι
α) κάνω δικό μου κάποιον ή κάτι που ανήκει σε άλλον, θεωρώ ότι ανήκει σε μένα, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι («τὴν γὰρ Ἀσίην καὶ τὰ ἐνοικέοντα ἔθνεα βάρβαρα οἰκηϊεῡνται οἱ Πέρσαι», Ηρόδ.)
β) συμφιλιώνομαι («οἰκειοῦσθαι ἕνα πρὸς ἕνα», Φιλόδ.)
3. καθιστώ κάποιον οικείο σε μένα, τον κάνω φίλο μου
4. (παθ) α) συνάπτομαι, ενώνομαι, συνδέομαι ισχυρά με κάτι («τὰς ἁρμονίας ἀναγκάζουσιν οἰκειοῦσθαι ταῖς ψυχαῖς τῶν παίδων», Πλάτ.)
β) γίνομαι φίλος
γ) αποκτώ τη φιλία, την εύνοια κάποιου («οἰκειοῦσθαι δῆμον λόγῳ», Διον. Αλ.)
δ) εξοικειώνομαι με κάτι
ε) (στη στωική φιλοσοφία) είμαι προσφιλής, αγαπητός από τη φύση μου
στ) (για πλανήτη) βρίσκομαι σε έναν συγκεκριμένο ουράνιο τόπο.