Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φιλοσώματος

From LSJ
Revision as of 14:50, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοσώμᾰτος Medium diacritics: φιλοσώματος Low diacritics: φιλοσώματος Capitals: ΦΙΛΟΣΩΜΑΤΟΣ
Transliteration A: philosṓmatos Transliteration B: philosōmatos Transliteration C: filosomatos Beta Code: filosw/matos

English (LSJ)

φιλοσώματον, loving the body, indulging it, οὐ φιλόσοφος, ἀλλά τις φ. Pl.Phd. 68c, cf. Ph.2.16, al., Ptol.Tetr.158, Demoph.Sent.44; ψυχαί Porph.Antr.11; distinguished from φιλήδονος, Plu.2.140c (but φιλήδονοι καὶ φ. D.Chr.4.115): τὸ φιλοσώματον = φιλοσωματία, Plu.2.593d, Fr.18.1. Adv. φιλοσωμάτως Poll.3.137.

German (Pape)

[Seite 1286] den Leib liebend u. pflegend; Plat. Phaed. 68 b; vgl. Plut. conj. praec. p. 415; τὸ φ., = φιλοσωματία, gen. Socr. 23 M. – Adv. φιλοσωμάτως.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime son corps, qui prend soin de sa personne ; τὸ φιλοσώματον amour de sa personne, soin qu'on prend de son corps.
Étymologie: φίλος, σῶμα.

Russian (Dvoretsky)

φιλοσώμᾰτος: любящий свое тело, т. е. угождающий телесным запросам Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φιλοσώματος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸ σῶμα, χαριζόμενος εἰς αὐτό, οὐ φιλόσοφος, ἀλλὰ φ. Πλάτ. Φαίδ. 68Β· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ φιλήδονος, Πλούτ. 2. 140Β· ― τὸ φιλοσώματον = φιλοσωματία, αὐτόθι 593D. Ἐπίρρ. -τως, Πολυδ. Γ΄, 137.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που αγαπά και περιποιείται το σώμα του («ἀνὴρ φιλοσώματος καλλωπίστριαν γυναῖκα ποιεῖ», Πλούτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοσώματον
η φιλοσωματία.
επίρρ...
φιλοσωμάτως Α
με φιλοσωματία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -σώματος (< σῶμα, -ατος), πρβλ. ἁπαλοσώματος].

Greek Monotonic

φῐλοσώμᾰτος: -ον (σῶμα), αυτός που αγαπά το σώμα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

φῐλο-σώμᾰτος, ον, σῶμα
loving the body, Plat.