ἠνορέη

From LSJ
Revision as of 14:52, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠνορέη Medium diacritics: ἠνορέη Low diacritics: ηνορέη Capitals: ΗΝΟΡΕΗ
Transliteration A: ēnoréē Transliteration B: ēnoreē Transliteration C: inorei Beta Code: h)nore/h

English (LSJ)

Dor. ἀνορέα, ἡ, (ἀνήρ) poet. word for ἀνδρεία, manhood, prowess, ἠνορέῃ πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν Il.8.226; κάρτεΐ τε σθένεΐ τε πεποιθότας ἠνορέῃ τε 17.329; ἱπποσύνῃ τε καὶ ἠνορέηφι πεποιθώς 4.303; ἀλκῇ τ' ἠνορέῃ τε κεκάσμεθα Od.24.509; ἀνορέας οὐκ ἀμπλακών Pi.O. 8.67; manly beauty, ἠ. ἐρατεινήν Il.6.156; ὕδατος ἠνορέη the strength of the water, Epigr. ap. Ael.NA10.40; force, πολλάκι τοι ῥέα μῦθος, ὅ κεν μόλις ἐξανύσειεν ἠνορέη, τόδ' ἔρεξε A.R.3.189: in plural, triumphs of manhood, Pi.N.3.20. (Perh. fr. *ἀνορία with Aeol. -ρε- fr. -ρι-.)

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
propr. virilité :
1 courage, force;
2 beauté virile.
Étymologie: ἀνήρ.

Russian (Dvoretsky)

ἠνορέη: дор. ἀνορέαἀνήρ мужественность, мужество, доблесть (ἀλκή τ᾽ ἠ. Hom.): ἱπποσύνῃ τε καὶ ἠνορέῃφι (эп. dat.) πεποιθώς Hom. понадеявшись на уменье править конями и на (свою) доблесть.

Greek (Liddell-Scott)

ἠνορέη: Δωρ. ἀνορέα, ἡ, (ἀνήρ), Ἐπ. λέξ. ἀντὶ ἀνδρεία˙ ἠνορέῃ πίσυνοι καὶ κάρτεϊ Ἰλ. Θ. 226, Λ. 9˙ κάρτεΐ τε σθένεΐ τε πεποιθότας ἠνορέῃ τε Ρ. 329˙ ἱπποσύνῃ τε καὶ ἠνορέῃφι πεποιθὼς Δ. 303˙ ἀλκῇ τ’ ἠνορέῃ τε κεκασμένοι Ὀδ. Ω. 509˙ ἀνδρικὴ καλλονή, ἠν. ἐρατεινὴν Ἰλ. Ζ. 156˙ ὕδατος ἠν., ἡ δύναμις αὐτοῦ, Ἐπιγράμμ. παρὰ τῷ Αἰλ. π. Ζ. 10. 40˙ - ἐν τῷ πληθ., ἔπαινοι τῆς ἀνδρικῆς ἡλικίας, Πίνδ. Ν. 3. 34.

English (Autenrieth)

(ἀνήρ), dat. ἠνορέηφι: manliness, manly courage, prowess.

Greek Monolingual

ἠνορέη, δωρ. τ. ἀνορέα, ἡ (Α)
1. ανδρεία, θάρροςἠνορέη πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν», Ομ. Ιλ.)
2. ανδρική ομορφιά
3. δύναμη («ὕδατος ἠνορέη», Αιλ.)
4. πληθ. αἱ ἠνορέαι
έπαινοι της ανδρείας («ἀνορεαις ὑπερτάταις ἐπέβα παῖς», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. του αιολ. ᾱνορέα, που σχηματίστηκε για μετρικούς λόγους και προέρχεται πιθ. με απόσπαση από το σύνθετο ευ-ᾱνορία (< ευάνωρ)].

Greek Monotonic

ἠνορέη: (ἀνήρ), Δωρ. ἀνορέα, ἡ, Επικ. αντί ἀνδρεία, ανδρεία, ανδρική δύναμη, ανδρική ηλικία, σε Όμηρ.· ανδρική ομορφιά, σε Ομήρ. Ιλ.· στον πληθ., έπαινοι της ανδρικής ηλικίας, εγκώμια για την ανδροσύνη, σε Πίνδ.

Frisk Etymological English

See also: s. ἀνήρ.

Frisk Etymology German

ἠνορέη: {ēnoréē}
Meaning: Manneskraft, Mannhaftigkeit (ep.).
Etymology: Abstraktbildung von ἀνήρ, s. d.
Page 1,638