ἔβενος
Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein
English (LSJ)
ἡ (ὁ in BCH35.286 (Delos, ii B. C.)), ebony, Hdt.3.97, Theoc. 15.123:—being the black heart-wood of various species of Diospyrus, ἔβενος Αἰθιοπική = Diospyros mespiliformis, ἔβενος Ἰνδική = Diospyros ebenum, Ceylon ebony, Dsc. 1.98, cf. Arist.Mete.384b17, Thphr. HP 1.5.4 (but ἐβένη, ἡ ib.4.4.6). (Prob. an Egyptian word.)
Spanish (DGE)
-ου, ἡ
• Alolema(s): ἔβελος Sud., Anecd.Ludw.61.33; lat. hebenus Plin.HN 1.12.8, Verg.G.2.117, Lucan.10.117
• Morfología: [masc. ὁ ἔ. ID 1400.10 (II a.C.)]
bot.
1 ébano, Diospyros ebenum L. φάλαγγαι ἐβένου troncos de ébano Hdt.3.97, cf. Hp.Acut.(Sp.) 66, Thphr.HP 1.5.4, Theoc.15.123, Plin.l.c., PMich.465.21 (II d.C.), Gal.11.867, ἡ ἔ. ἡ μέλαινα Arist.Mete.384b18, cf. Verg.l.c., ἔ. ... Αἰθιοπική Dsc.1.98, Ἰνδική Dsc.l.c., hebenus Meroitica Lucan.l.c.
2 madera de ébano como signo de riqueza y producto de cambio, quizá confundido con el marfil (cf. ἐβένιον), Sm.Ez.27.15, πίναξ ἐξ ἐβένου καὶ ἐλέφαντος PYoutie 7.15 (III a.C.), ἐβένου λεπτοῦ τάλαντον ID l.c., ἐβένου κορμοί ID 298A.113 (III a.C.), ἐβένου παραπρίσματα ID 320B.68 (III a.C.), para la fabricación de imágenes τὰ ἀγάλματα αὐτῶν ... ἐξ ὕλης πεποιημένα ... ἢ ἐλέφαντος ... ἢ ἐβένου Artem.2.39.
• Etimología: Prést. de egip. hbny, quizá de origen nubio.
German (Pape)
[Seite 700] ἡ, Ebenbaum, Ebenholz, von Her. 3, 97 an öfter.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
ébénier, plante ; ébène, bois noir.
Étymologie: DELG emprunté à l'égyptien, mot pê nubien à l'origine.
Russian (Dvoretsky)
ἔβενος: ἡ эбеновое (черное) дерево (Diospyros Ebenum) Her., Arst., Theocr., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἔβενος: ἡ, τὸ δένδρον τῆς ἐβένου· τὸ ξύλον αὐτῆς, Ἡρόδ. 5. 97, Θεόκρ. 15. 143· ὑπῆρχον δὲ δύο εἴδη, ἡ μέλαινα Αἰθιοπικὴ καὶ ἡ πολύχρωμος Ἰνδικὴ (ποικίλη), Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 7, 16, π. Φυτ. 2. 9, 6· - ἡ δευτέρα καλεῖται παρὰ Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 4, 6, ἐβένη, ἡ. (Πιθ. Φοινικικὴ λέξις, πρβλ. τὸ Ἑβραϊκ. habnim, Ἰεζεκ. ΚΖ΄, 15 ἐν τῇ Ἑλλ. μεταφρ. τῆς Βίβλ. Ἑταιρείας).
Greek Monolingual
η και ο (AM ἔβενος)
1. το δέντρο έβενος της οικογένειας τών εβενιδών
2. το ξύλο του εβένου
3. διάφορα είδη ξύλων που μοιάζουν με τον έβενο και χρησιμοποιούνται στην επιπλοποιία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτ. hbnj, λ. πιθ. νουβικής προέλευσης, με αρχικό δασύ φθόγγο που απαντά και στο εβρ. hobnῖm, ενώ αντίστοιχοι τ. άλλων γλωσσών δεν εμφανίζουν δασύτητα. Μέσω της Ελληνικής η λ. εισήλθε και στην Αραβοπερσική (πρβλ. abnūs) και στη Λατινική (πρβλ. ebenus), απ' όπου και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. ebenus, αγγλ. ebony)].
Greek Monotonic
ἔβενος: ἡ, το δέντρο έβενος, το ξύλο του έβενου, σε Ηρόδ., Θεόκρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: ebony(tree) (Hdt.).
Other forms: (m.; rarely also ἐβένη f.)
Compounds: ἐβενό-τριχον = ἀδίαντον (Ps.-Dsc.; cf. Strömberg Pflanzennamen 38, 158).
Derivatives: ἐβένινος of ebony (Str.), ἐβενῖτις Art Gamander, πόλιον τὸ ὀρεινόν (Ps.-Dsc.; Redard Les noms grecs en -της 71).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Egypt.
Etymology: From Egypt. hbnj ebony, ultimately perhaps Nubian (Spiegelberg KZ 41, 131); from there Hebr. hobnīm (Lewy Fremdw. 35f.). From ἔβενος Arab.-Pers. abnūs and Lat. ebenus, from where OHG ebenus, Eng. ebon(y). - Schrader-Nehring 1, 209, Lokotsch Et. Wb. d. europ. Wörter or. Ursprungs Nr. 3.
Middle Liddell
ἔβενος, ἡ,
the ebony-tree, ebony, Hdt., Theocr.
Frisk Etymology German
ἔβενος: {ébenos}
Forms: (m.; vereinzelt auch ἐβένη f.)
Grammar: f.
Meaning: ‘Ebenholz(baum)’ (Hdt., Arist., Theok. usw.).
Composita: Komp. ἐβενότριχον = ἀδίαντον (Ps.-Dsk.; vgl. Strömberg Pflanzennamen 38, 158).
Derivative: Ableitungen ἐβένινος aus Ebenholz (Str. usw.), ἐβενῖτις Art Gamander, πόλιον τὸ ὀρεινόν]] (Ps.-Dsk.; Redard Les noms grecs en -της 71).
Etymology: Aus ägypt. hbnj Ebenholz, letzten Endes viell. nubisch (Spiegelberg KZ 41, 131); daraus auch hebr. hobnīm (Lewy Fremdw. 35f.). Aus ἔβενος arab.-pers. ’abnūs und lat. ebenus, voraus weiterhin u. a. ahd. ebenus, eng. ebon(y). — Schrader-Nehring 1, 209, Lokotsch Et. Wb. d. europ. Wörter or. Ursprungs Nr. 3.
Page 1,435
Mantoulidis Etymological
(=εἶδος δένδρου). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Παράγωγο: ἐβένινος.