Κιμμέριοι

From LSJ
Revision as of 09:00, 7 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κιμμέριοι Medium diacritics: Κιμμέριοι Low diacritics: Κιμμέριοι Capitals: ΚΙΜΜΕΡΙΟΙ
Transliteration A: Kimmérioi Transliteration B: Kimmerioi Transliteration C: Kimmerioi Beta Code: *kimme/rioi

English (LSJ)

οἱ, Cimmerians, a mythical people dwelling beyond the Ocean in perpetual darkness, Od.11.14; later, a nomad people of the steppes, who invaded Asia Minor, Hdt.1.15, etc.:—also Κίμμεροι, Lyc.695:—Adj. Κιμμερικός, ή, όν, Cimmerian: K. ἰσθμός the Crimea, A.Pr.730; K. Βόσπορος Str.1.1.10, al.:—also Κιμμέριος, α, ον, Hdt.4.12; ἡ Κιμμερίη (sc. γῆ) ibid.: Κιμμερίς, ίδος, ἡ, Arist.Fr. 478, Apollod.2.1.3.

Russian (Dvoretsky)

Κιμμέριοι: οἱ киммерийцы
1 баснословный народ, живший на крайнем западе, в стране вечной тьмы Hom.,;
2 племя, населявшее Херсонес Таврический Her.

Greek (Liddell-Scott)

Κιμμέριοι: οἱ, λαὸς μυθικὸς ζῶν πέραν τοῦ Ὠκεανοῦ ἐν διηνεκεῖ σκότει, Ὀδ. Λ. 14· βραδύτερον, λαὸς κατοικῶν περὶ τὰ ἕλη τῆς Μαιώτιδος, Ἡρόδ. 1. 15., 4. 12· ― ὡσαύτως Κίμμεροι, Λυκόφρ. 695· ― ἐπίθ. Κιμμερικός, ή, όν, Κ. ἰσθμός, τῆς Κριμαίας, Αἰσχύλ. Πρ. 730· Κ. Βόσπορος, ὁ πορθμὸς τῆς Μαιώτιδος λίμνης (δηλ. τῆς Ἀζοφικῆς θαλάσσης), Στράβ. κτλ.· ― ὡσαύτως Κιμμέριος, α, ον, Ἡρόδ. 4. 12· ἡ Κιμμερία (δηλ. γῆ) αὐτόθι· ὡσαύτως Κιμμερίς, ίδος, ἡ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 438, Ἀπολλόδ. 2. 1, 3.

English (Autenrieth)

the Cimmerians, a fabulous people dwelling at the entrance of Hades, Od. 11.14†.

Greek Monotonic

Κιμμέριοι: οἱ, οι Κιμμέριοι, άνθρωποι που κατοικούσαν πέρα από τον Ωκεανό στο αιώνιο σκοτάδι, σε Ομήρ. Οδ.· στην μεταγεν. γεωγραφία, λαός γύρω από τα έλη της Μαιώτιδος, σε Ηρόδ.· επίθ. Κιμμερικός, , -όν, Κιμμερικός, ο από την Κιμμερία, Κ. ἰσθμός, της Κριμαίας, σε Αισχύλ.· Κιμμέριος, , -ον, σε Ηρόδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. pl.
Meaning: `mythical people beyond the Ocean (λ 14); in historical times a people of Asia Minor, s. Von der Mühl, Mus. Helvet.16 (1969) 145-151.
Derivatives: Κιμμερίς (Arist.), Κιμμερικός (A.), κιμμερικόν womans cloth, κιμβερικόν χιτωνίσκου εἶδος πολυτελοῦς, ο λέγεται στατός.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Iran.X
Etymology: Heubeck, Hermes 91 (1963) recalls κάμμερος ἁχλύς; κέμμερος ἁχλύς, ὀμίχλη H. (proposed to derive from Hitt. kammara-). The word could be a loan from Anatolia. Ivantchik, Les Cimmériens au Proche Orient, Fribourg-Göttingen 1993, 127-154; from *Gimer- or *Gimir-. Perh. an Iranian people, but no etym.

Middle Liddell

Κιμμέριοι, οἱ,
the Cimmerians, a people dwelling beyond the Ocean in perpetual darkness, Od.: in later geography, a people about the Palus Maeotis, Hdt.

English (Woodhouse)

Cimmerians

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)