παρεναλλαγή
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
ἡ, dislocation, Gal.14.796.
German (Pape)
[Seite 515] ἡ, Umänderung, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
παρεναλλαγή: ἡ, ἀλλοίωσις ἢ διαστροφὴ ἕνεκα ἐξαρθρώσεως, κατὰ δὲ τὰ σφυρὰ βραχεῖα μὲν παραλλαγὴ γινομένη δυσαποκατάστατος Γαλην. τ. 14, σ. 796, 19.
Greek Monolingual
ἡ, Α παρεναλλάσσω
η αλλαγή, αλλοίωση ή διαστροφή εξαιτίας εξάρθρωσης («κατὰ δὲ τὰ σφυρὰ βραχεῖα μὲν παρεναλλαγὴ γινομένη δυσαποκατάστατος», Γαλ.).
Translations
dislocation
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: luxation; Galician: luxación; German: Verrenkung, Luxation; Greek: εξάρθρωση; Ancient Greek: ἀνάπλευσις, ἀποπάλησις, διακίνημα, διασπασμός, διάστρεμμα, διαστροφή, διαφορά, διαφορή, ἐκβολή, ἔκκλισις, ἐκπαλεία, ἐκπάλησις, ἐκπόρπισις, ἔκπτωμα, ἔκπτωσις, ἐκστροφή, ἔξαλσις, ἐξάρθρημα, ἐξάρθρησις, ἔξαρθρον, ἐξάρθρωμα, ἐξάρθρωσις, ἐξηρθρηκός, ἐπιστροφίς, μετακίνησις, μετάστασις, ὀλίσθημα, ὀλίσθησις, παράρθρημα, παράρθρησις, παρεναλλαγή, προπήδησις, στρέμμα, τὸ ἐξηρθρηκός, χάλασμα; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: luxus; Macedonian: исколчување; Portuguese: deslocamento, deslocação, luxação; Russian: вывих; Spanish: luxación, dislocación; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang