εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
Full diacritics: συνεισδῐ́δωμι | Medium diacritics: συνεισδίδωμι | Low diacritics: συνεισδίδωμι | Capitals: ΣΥΝΕΙΣΔΙΔΩΜΙ |
Transliteration A: syneisdídōmi | Transliteration B: syneisdidōmi | Transliteration C: syneisdidomi | Beta Code: suneisdi/dwmi |
submit to a court together with another, μοι συγχώρησιν Mitteis Chr.31 ii 11 (ii B.C.).
Α
1. επιτρέπω, παραχωρώ κάτι μαζί με κάτι άλλο
2. επιδίδω συγχρόνως στον δικαστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰσδίδωμι «προτείνω, πληροφορώ, ειδοποιώ»].