προενδίδωμι
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
give way first, τῶν ὀστέων προενδεδωκότων Hp.Art.69; π. ἡ ὁρμή Plu.2.444c.
German (Pape)
[Seite 720] (s. δίδωμι), vorher nachgeben, Hippocr. u. Sp., wie Plut.
French (Bailly abrégé)
f. προενδώσω, ao. προενέδωκα, etc.
se relâcher auparavant.
Étymologie: πρό, ἐνδίδωμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-ενδίδωμι al meegeven.
Russian (Dvoretsky)
προενδίδωμι: поддаваться, ослабевать (ἡ ὁρμὴ προενδίδωσιν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
προενδίδωμι: ἐνδίδω, ὑποχωρῶ πρότερον, Ἱππ. π. Ἄρθ. 831, Πλούτ. 2. 444C.
Greek Monolingual
Α
υποχωρώ προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐνδίδωμι «υποχωρώ, υποκύπτω»].