ἐκφθίνω

From LSJ
Revision as of 10:40, 17 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφθίνω Medium diacritics: ἐκφθίνω Low diacritics: εκφθίνω Capitals: ΕΚΦΘΙΝΩ
Transliteration A: ekphthínō Transliteration B: ekphthinō Transliteration C: ekfthino Beta Code: e)kfqi/nw

English (LSJ)

in Hom. only in 3 plpf. Pass., νηῶν ἐξέφθιτο οἶνος the wine had all been consumed out of the ships, Od.9.163; νηὸς ἐξέφθιτο ἤϊα πάντα 12.329; ἐξέφθινται they have utterly perished, A.Pers.679 (lyr.), 927 (anap.).

German (Pape)

[Seite 785] (s. φθίνω), nur im aor. sync. ἐξεφθίμην, gänzlich vernichtet werden; νηῶν οἶνος, war aus den Schiffen aufgezehrt, Od. 9, 163. 12, 329; ἐξέφθινθ' αἱ νᾶες Aesch. Pers. 679; ἄνδρες 891; sp. D., wie Nic. Th. 331.

French (Bailly abrégé)

épuiser ou ruiner complètement ; Pass. être complètement épuisé ou ruiné, disparaître, périr.
Étymologie: ἐκ, φθίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκφθίνω: губить, уничтожать, только pass. погибать, пропадать (ἐξέφθινται νᾶες Aesch.): ἐξέφθιτο ἤϊα πάντα Hom. все запасы были съедены.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφθίνω: παρ᾿ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ γʹ ἑνικῷ τοῦ παθ. ὑπερσ. ἐξέφθιτο, οὐ γάρ πω νηῶν ἐξέφθιτο οἶνος ἐρυθρός, «ἐδεδαπάνητο, ἀνήλωτο» (Σχόλ.), Ὀδ. Ι. 163· νηὸς ἐξέφθιτο ἤϊα Μ. 329· ἐξέφθινται, ὅλως κατεστράφησαν, ἔχουσιν ἀφανισθῆ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 679. 927.

English (Autenrieth)

only pass. plup. ἐξέφθιτο, had been consumed out of the ships, Od. 9.163 and Od. 12.329.

Greek Monolingual

ἐκφθίνω (Α)
1. καταστρέφομαι εντελώς, εξαφανίζομαι
2. (για πράγματα) αναλίσκομαι, ξοδεύομαι εντελώς.

Greek Monotonic

ἐκφθίνω: [ῐ], σε γʹ ενικ. Παθ. υπερσ., ἐξέφθῐτο οἶνος νηῶν, όλο το κρασί είχε καταναλωθεί έξω από τα καράβια, είχε εξαφανιστεί από τα καράβια, σε Ομήρ. Οδ.· γʹ πληθ. Παθ. παρακ. ἐξέφθινται, έχουν ολοκληρωτικά αφανιστεί, εντελώς καταστραφεί, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

in 3 plup. pass., ἐξέφθῐτο
ἐξέφθῐτο οἶνος νηῶν, the wine had all been consumed out of the ships, had vanished from the ships, Od.; 3rd pl. perf. pass. ἐξέφθινται they have utterly perished, Aesch.