ἐπιδιπλοΐζω
From LSJ
θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
redouble: prob. f.l. for ἐπανδιπλάζω, A.Eu.1014 codd. (lyr.).
German (Pape)
[Seite 938] zsgz. ἐπιδιπλοίζω, verdoppeln, wiederholen, Aesch. Eum. 968, Herm. will ἐπανδιπλοίζω schreiben.
French (Bailly abrégé)
doubler, redoubler.
Étymologie: ἐπί, διπλοΐζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδιπλοΐζω: стяж. ἐπιδιπλοίζω досл. удваивать, перен. повторять (Aesch. - v.l. ἔπη διπλοίζω).
Greek Monolingual
ἐπιδιπλοΐζω (Α)
διπλασιάζω, επαναλαμβάνω («χαίρετε, χαίρετε δ’ αὖθις ἐπιδιπλοΐζω»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + διπλο-ΐζω (< διπλο-ος / ούς) «διπλασιάζω»].