ἐξαφανίζω

From LSJ
Revision as of 11:38, 23 February 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαφᾰνίζω Medium diacritics: ἐξαφανίζω Low diacritics: εξαφανίζω Capitals: ΕΞΑΦΑΝΙΖΩ
Transliteration A: exaphanízō Transliteration B: exaphanizō Transliteration C: eksafanizo Beta Code: e)cafani/zw

English (LSJ)

destroy utterly, παίδων ἀγόνων γόνον ἐξαφανίζων Eub.107.11; γένος J.AJ3.15.1; τι τῆς μνήμης ἐκκάθαιρε καὶ ἐξηφάνισε Iamb.Protr.21. κθ:—Pass., ἐξαφανίζομαι = disappear utterly, Pl.Plt. 270e, Sor.1.34.

German (Pape)

[Seite 874] = simplex, verstärkt, Plat. Polit. 270 e u. öfter bei Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰφᾰνίζω: совершенно уничтожать, pass. погибать, исчезать Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰφᾰνίζω: ἀφανίζω, ἐντελῶς, καταστρέφω, ὅλως δι’ ὅλου, παίδων ἄγονον γόνον ἐξαφανίζων Εὔβουλος ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 1. 11: - Παθ., γίνομαι ἐντελῶς ἄφαντος, Πλάτ. Πολιτικ. 270Ε, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 103.

Greek Monolingual

(AM ἐξαφανίζω) αφανίζω
1. καταστρέφω τελείως, εξολοθρεύω
γένος ἐξηφάνισε», Ιώσ.)
2. κάνω κάτι άφαντο
(«εξαφάνισε το γράμμα»)
3. (μεσ. και παθ.) εκλείπω
νεοελλ.
κρύβω («εξαφάνισε το πτώμα»).