ἀμφίβροτος

From LSJ
Revision as of 11:45, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίβροτος Medium diacritics: ἀμφίβροτος Low diacritics: αμφίβροτος Capitals: ΑΜΦΙΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: amphíbrotos Transliteration B: amphibrotos Transliteration C: amfivrotos Beta Code: a)mfi/brotos

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον, covering the whole man, Hom. always ἀμφιβρότη ἀσπίς Il.2.389; ἀ. χθών, of body as surrounding soul, Emp.148; ἀ. κώδεια (ἡ γὰρ κεφαλὴ συνέχει πᾶν τὸ σῶμα Sch.) Nic. Al.216.

Spanish (DGE)

-η, -ον
1 que recubre totalmente el cuerpo esp. ref. al escudo homérico «en forma de torre» ἀσπίς Il.2.389, 12.402, 20.281
tal vez ref. al escudo redondo ἀμφιβρότην πολυδαίδαλον ἀσπίδα θοῦριν Il.11.32.
2 fig. que recubre totalmente al hombre χθών del cuerpo como envoltura del alma, Emp.B 148, φὼς ἀμφιβρότην κώδειαν ... ἀμηθείς un hombre al que le han segado la cabeza, cima del cuerpo Nic.Al.216.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui couvre (litt. qui enveloppe) tout l'homme (bouclier);
2 qui enveloppe l'homme en parl. du corps, enveloppe de l'âme.
Étymologie: ἀμφί, βροτός.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίβροτος: закрывающий человека отовсюду (ἀσπίς Hom.; χθών, sc. σῶμα Emped. ap. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίβροτος: -η, -ον, ὡσαύτως ος, ον, ὁ περικαλύπτων ὅλον τὸ σῶμα ἀνδρός, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε, ἀμφιβρότη ἀσπίς, ὡς ἐν Ἰλ. Β. 389· ἀμφ. χθὼν ὠνόμαζεν ὁ Ἐμπεδοκλῆς, κατὰ Πλούταρχον (συμπ. 5, 8), «τὸ τὴν ψυχὴν περικείμενον σῶμα» Πλούτ. 2. 683. Ε.

English (Autenrieth)

man-protecting (reaching from head to foot, cf. Il. 6.117), ἀσπίς. (Il.) (See cut.)

Greek Monolingual

ἀμφίβροτος, -ον και -ος, -η, -ον (Α)
1. αυτός που καλύπτει, που περιβάλλει ολόκληρο τον άνθρωπο (στον Όμ. πάντα για την ασπίδα)
2. (φρ. στη Φιλοσ.) «ἀμφίβροτος ἀσπίς», το σώμα που περιβάλλει, που κλείνει μέσα του την ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -βροτος < βροτὸς «θνητός»].

Greek Monotonic

ἀμφίβροτος: -η, -ον και -ος, -ον, αυτός που καλύπτει ολόκληρο τον άνδρα, λέγεται για μεγάλη ασπίδα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

covering the whole man, of a large shield, Il.