ἀντιφορτίζομαι
From LSJ
διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice
Greek Monotonic
ἀντιφορτίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, παίρνω φορτίο ως επιστροφή, σε Δημ.
II. εισάγω ανταλλαγή ως προς τις εξαγωγές, σε Ξεν.· επίσης ως Παθ., παραλαμβάνομαι ως αντάλλαγμα για το φόρτωμα, στον ίδ.
Middle Liddell
I. Mid. to take in a return cargo, Dem.
II. to import in exchange for exports, Xen.: also as Pass., to be received in exchange for the cargo, Xen.
German (Pape)
als Gegenfracht aufladen, Dem. 35.25 und öfter in dieser Rede; vgl. Xen. Vect. 3.2, Sp.; χρήματα ἀντιφορτισθέντα, die Gegenfracht, Dem. 35, 11.