αὐτονομέομαι
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
Dep. c. aor. Pass. -ήθην Str.12.3.11:—to be independent, Th.1.144, D.4.4, etc.
Spanish (DGE)
regirse por sus propias leyes, ser independiente de ciudad o pueblos, Th.1.144, 2.72, 6.84, D.4.4, Plb.21.22.4, 10, 25.2.13, Str.12.3.11.
German (Pape)
[Seite 399] nach eigenen Gesetzen, unabhängig leben, Thuc. 1, 144, öfter, u. Folgde, bes. im partic.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
se gouverner par ses propres lois, être indépendant.
Étymologie: αὐτόνομος.
Russian (Dvoretsky)
αὐτονομέομαι: жить по собственным законам, быть независимым Thuc., Dem., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτονομέομαι: ἀποθ. μετὰ παθ. ἀορ. -ήθην Στράβ. 545: ― εἶμαι αὐτόνομος, ζῶ κατὰ τοὺς ἰδίους μου νόμους, εἶμαι ἀνεξάρτητος, Θουκ. 1. 144, κτλ., Δημ. 41. 16. Τὸ ἐνεργ. ἐν Ρήτορσι (Walz) 1. 587.
Greek Monotonic
αὐτονομέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., ζω με τους δικούς μου νόμους, είμαι ανεξάρτητος, σε Θουκ., Δημ.
Middle Liddell
Dep. to live by one's own laws, be independent, Thuc., Dem.