εμπόδιο

From LSJ
Revision as of 12:52, 7 March 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source

Greek Monolingual

εμπόδιο και μπόδιο, το (Μ ἐμπόδιον, Α επίθ. ἐμπόδιος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
1. καθετί που εμποδίζει ή δυσχεραίνει μια ενέργεια, κώλυμα, πρόσκομμα, αντίσταση, εναντιότητα («ανυπέρβλητα εμπόδια»)
2. «δέσιμο», κατάδεσμος («σμίγονται τά ἀνδρόγυνα ὅταν ψάλλουν τὴν ἁγίαν Ἀνάστασιν διὰ νὰ χαλάσουν τὰ ἐμπόδια αὐτῶν», Νομοκ.)
νεοελλ.
1. φυσικό ή τεχνητό κώλυμα που δυσχεραίνει ή κάνει αδύνατη τη διάβαση ή προσπέλαση (π.χ. ποταμός)
2. φρ. «δρόμος μετ' εμποδίων» — αγώνισμα δρόμου στο οποίο παρεμβάλλονται για υπερπήδηση διάφορα φυσικά ή τεχνητά εμπόδια
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται στα πόδια κάποιου
2. αυτός που παρεμβάλλεται και εμποδίζει
3. αυτός που τον συναντά κάποιος στον δρόμο.