τμητός

From LSJ
Revision as of 16:56, 10 March 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τμητός Medium diacritics: τμητός Low diacritics: τμητός Capitals: ΤΜΗΤΟΣ
Transliteration A: tmētós Transliteration B: tmētos Transliteration C: tmitos Beta Code: tmhto/s

English (LSJ)

τμητή, τμητόν,
A cut, shaped by cutting, τ. ἱμάντες S.El.747, E.Hipp.1245; τμητοῖς ὁλκοῖς S.El.863 (lyr.); τυρὸς τ. Antiph.133.9 (anap.), cf. Anaxandr. 30.1.
2 that can be cut or that can be severed, ὡς τὸ τμητικὸν πρὸς τὸ τμητόν Arist.Metaph.1020b29, cf. Mete.387a7, Theoc.25.275.

German (Pape)

[Seite 1123] geschnitten; τμητοῖς ἱμᾶσι, Soph. El. 737, wie Eur. Hipp. 1245; auch von Furchen, τμητοῖς ὁλκοῖς ἐγκῦρσαι, Soph. El. 852; zerschnitten, zerstört, getrennt.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 coupé, taillé;
2 qu'on peut couper ou séparer, divisible.
Étymologie: adj. verb. de τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

τμητός: дор. τμᾱτός 3 [adj. verb. к τέμνω
1 вырезной, кроеный (ἱμᾶντες Soph., Eur.);
2 разрезаемый, делимый, дробимый (εἰς ἄπειρον Plut.): οὐ σιδήρῳ τ. Theocr. неуязвимый для меча.

Greek (Liddell-Scott)

τμητός: -ή, -όν, (τέμνω) ὁ τετμημένος, ὁ διὰ τομῆς ἐσχηματισμένος, τμ. ἱμᾶντες Σοφ. Ἠλ. 747, Εὐρ. Ἱππ. 1245· οὕτω, τμητοῖς ὁλκοῖς, πρβλ. ὁλκὸς Ι, 2· τυρὸς τμ. Ἀντιφάνης ἐν «Κύκλωπι» 2. 9. 2) ὃν δύναταί τις νὰ κόψῃ ἢ χωρίσῃ, ὡς τὸ τμητικὸν πρὸς τὸ τμητὸν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 1, πρβλ. Μετεωρ. 4. 9, 22, Θεόκρ. 25. 275.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τμητός, -ή, -όν, ΝΑ
1. κομμένος
2. αυτός που μπορεί να τμηθεί, να κοπεί ή να σχιστεί
αρχ.
χωρισμένος σε μερίδια, σε τεμάχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τμη- του τέμνω (βλ. λ. τμή-γω) + κατάλ. -τός].

Greek Monotonic

τμητός: -ή, -όν (τέμνω
1. κομμένος, διαμορφωμένος με τομή, σε Σοφ., Ευρ.
2. αυτό που μπορεί κάποιος να κόψει ή να χωρίσει, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

τμητός, ή, όν τέμνω
1. cut, shaped by cutting, Soph., Eur.
2. that can be cut or severed, Theocr.

Mantoulidis Etymological

(=κομμένος) Ἀπό τό τέμνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.