ζωοποιέω
From LSJ
English (LSJ)
= ζωογονέω 1, Arist.HA555b9;= ζωογονέω <span
French (Bailly abrégé)
ζωοποιῶ :
rendre vivant, animer;
NT: ramener à la vie.
Étymologie: ζωός, ποιέω.
Greek (Liddell-Scott)
ζωοποιέω: ζωογονέω, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 27, 3, π. Ζ. Γεν. 1, 21, 8, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 22, 4, Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 22. ΙΙ. ζωοποιέω, ποιῶ τινα ζῶντα, παρέχω ζωήν, Ἑβδ. (4 Ἔσδρ. ε΄, 7), Κ. Δ.
English (Strong)
from the same as ζῶον and ποιέω; to (re-)vitalize (literally or figuratively): make alive, give life, quicken.