συμπολιορκέω
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
join in besieging, besiege jointly, Hdt.1.161, IG12.108.40 (prob.), Th.8.15, D.23.131, IG22.666.14, etc.:—Pass., Th.3.20,68, Plb.2.7.8.
German (Pape)
[Seite 989] mit od. zugleich belagern; Her. 1, 161; Thuc. 3, 20. 8, 15; χωρία, Dem. 23, 131.
French (Bailly abrégé)
συμπολιορκῶ :
assiéger ensemble.
Étymologie: σύν, πολιορκέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-πολιορκέω, Att. ξυμπολιορκέω samen of mede belegeren; met dat. met iem.. Thuc. 8.15.2.
Russian (Dvoretsky)
συμπολιορκέω: совместно вести осаду, вместе осаждать Her., Thuc., Dem.
Greek Monotonic
συμπολιορκέω: μέλ. -ήσω, συμμετέχω σε πολιορκία, πολιορκώ από κοινού, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
συμπολιορκέω: ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος πολιορκῶ, Ἡρόδ. 1. 161, Θουκ. 3. 20, Δημ., κλπ. ― Παθ., οἱ συμπολιορκούμενοι Πολύβ. 2. 7, 8.
Middle Liddell
fut. ήσω
to join in besieging, to besiege jointly, Hdt., Thuc., etc.