συμπολιορκέω

From LSJ
Revision as of 18:38, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπολιορκέω Medium diacritics: συμπολιορκέω Low diacritics: συμπολιορκέω Capitals: ΣΥΜΠΟΛΙΟΡΚΕΩ
Transliteration A: sympoliorkéō Transliteration B: sympoliorkeō Transliteration C: sympoliorkeo Beta Code: sumpoliorke/w

English (LSJ)

join in besieging, besiege jointly, Hdt.1.161, IG12.108.40 (prob.), Th.8.15, D.23.131, IG22.666.14, etc.:—Pass., Th.3.20,68, Plb.2.7.8.

German (Pape)

[Seite 989] mit od. zugleich belagern; Her. 1, 161; Thuc. 3, 20. 8, 15; χωρία, Dem. 23, 131.

French (Bailly abrégé)

συμπολιορκῶ :
assiéger ensemble.
Étymologie: σύν, πολιορκέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πολιορκέω, Att. ξυμπολιορκέω samen of mede belegeren; met dat. met iem.. Thuc. 8.15.2.

Russian (Dvoretsky)

συμπολιορκέω: совместно вести осаду, вместе осаждать Her., Thuc., Dem.

Greek Monotonic

συμπολιορκέω: μέλ. -ήσω, συμμετέχω σε πολιορκία, πολιορκώ από κοινού, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

συμπολιορκέω: ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος πολιορκῶ, Ἡρόδ. 1. 161, Θουκ. 3. 20, Δημ., κλπ. ― Παθ., οἱ συμπολιορκούμενοι Πολύβ. 2. 7, 8.

Middle Liddell

fut. ήσω
to join in besieging, to besiege jointly, Hdt., Thuc., etc.