ὁμορέω

From LSJ
Revision as of 18:50, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμορέω Medium diacritics: ὁμορέω Low diacritics: ομορέω Capitals: ΟΜΟΡΕΩ
Transliteration A: homoréō Transliteration B: homoreō Transliteration C: omoreo Beta Code: o(more/w

English (LSJ)

Ion. ὁμουρέω (also
A PLond ined.2850.26 (ii B.C.)), to be ὅμορος, border upon, march with, [οἱ Κελτοὶ] ὁμουρέουσι Κυνησίοισι Hdt.2.33, cf. 7.123, Hecat.163, 204, 207 J., etc.; χωρίοις ὁμορεῖν Plu. 2.292d, etc.: abs., τὰ ὁμοροῦντα τοῦ ἀέρος adjacent portions... Epicur. Ep.2p.51U. (but οἱ -οῦντες neighbours, Sent. 40); -οῦσα γῆ PAmh. 2.68.56(i A. D.), cf. PLond.l.c.
II cohabit, have intercourse with, ὅπως ἄλλοισιν ὁμουρέῃ, of a woman, Perict. ap. Stob.4.28.19. (Written with ρρ, ὁμορροῦντα SIG1044.16 (Halic., iv/iii B. C.).)

German (Pape)

[Seite 339] ion. ὁμουρέω, angränzen, Gränznachbar sein, τινί, Plut. u. a. Sp., wie Hdn. 6, 7, 5, τὰ Ἰλλυρικὰ ἔθνη ὁμοροῦντα καὶ γειτνιῶντα Ἰταλίᾳ.

French (Bailly abrégé)

ὁμορῶ :
confiner, être limitrophe de, τινι.
Étymologie: ὅμορος.

Russian (Dvoretsky)

ὁμορέω: ион. ὁμουρέω граничить (τινι Her.; χωρίοις Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμορέω: Ἰων. ὁμουρέω, εἶμαι ὅμορος, γειτνιάζω, συνορεύω, [οἱ Κελτοὶ] ὁμουρέουσι Κυνησίοισι Ἡρόδ. 2. 33, πρβλ. 7. 123, Ἑκαταῖος 135, κτλ.· χωρίοις ὁμορεῖν Πλούτ. 2. 292D, κτλ. ΙΙ. ὁ Ἰων. τύπος μνημονεύεται ἐκ τοῦ Στοβ. ὡς τῷ πλησιάζω, ἐπὶ αἰσχρῶν γυναικῶν. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὁμοροῦσα γειτνιῶσα. πλησιάζουσα».

Greek Monolingual

ὁμορέω και ιων. τ. ὁμουρέω (Α) όμορος
1. είμαι όμορος, έχω κοινά σύνορα με κάποιον, συνορεύω, γειτνιάζω
2. (στον ιων. τ.) (για γυναίκα) πλησιάζω κάποιον με ερωτική διάθεση ή συγκατοικώ παράνομα με ερωμένο, συζώ
3. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ ὁμοροῦν τες
οι γείτονες.

Greek Monotonic

ὁμορέω: Ιων. ὁμουρέω, μέλ. -ήσω, συνορεύω, βρίσκομαι επάνω στα σύνορα, γειτνιάζω (οἱ Κελτοὶ) ὁμουρέουσι Κυνησίοισι, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ὁμορέω,
ionic ὁμουρέω, fut. -ήσω to border upon, march with, [οἱ Κελτοὶ] ὁμουρέουσι Κυνησίοισι Hdt. [from ὅμορος