νεκυηγός
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
English (LSJ)
νεκυηγόν, (ἄγω) = νεκραγωγός, AP7.68 (Arch.), Epigr.in Berl.Sitzb.1894.908 (Avdjilar).
German (Pape)
[Seite 238] = νεκραγωγός, Archi. 34 (VII, 68).
Russian (Dvoretsky)
νεκυηγός: ὁ проводник умерших (в царство теней) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
νεκυηγός: -όν, (ἄγω) = νεκραγωγός, Ἀνθ. Π. 7. 68.
Greek Monolingual
νεκυηγός, -όν (Α)
νεκραγωγός, αυτός που οδηγεί τις ψυχές τών νεκρών στον Άδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. θαλαμ-ηγός, νεκρ-ηγός. Το -η- του τ. (αντί -αγός) οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Greek Monotonic
νεκῠηγός: -όν (ἄγω), = νεκραγωγός, σε Ανθ.
Middle Liddell
νεκυ-ηγός, όν [ἄγω] = νεκραγωγός, Anth.]