νεκυηγός

From LSJ
Revision as of 10:48, 17 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">, \(\[\[(.*?)\]\]\)<\/b>" to ", ($1)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκῠηγός Medium diacritics: νεκυηγός Low diacritics: νεκυηγός Capitals: ΝΕΚΥΗΓΟΣ
Transliteration A: nekyēgós Transliteration B: nekyēgos Transliteration C: nekyigos Beta Code: nekuhgo/s

English (LSJ)

νεκυηγόν, (ἄγω) = νεκραγωγός, AP7.68 (Arch.), Epigr.in Berl.Sitzb.1894.908 (Avdjilar).

German (Pape)

[Seite 238] = νεκραγωγός, Archi. 34 (VII, 68).

Russian (Dvoretsky)

νεκυηγός:проводник умерших (в царство теней) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

νεκυηγός: -όν, (ἄγω) = νεκραγωγός, Ἀνθ. Π. 7. 68.

Greek Monolingual

νεκυηγός, -όν (Α)
νεκραγωγός, αυτός που οδηγεί τις ψυχές τών νεκρών στον Άδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. θαλαμ-ηγός, νεκρ-ηγός. Το -η- του τ. (αντί -αγός) οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Greek Monotonic

νεκῠηγός: -όν (ἄγω), = νεκραγωγός, σε Ανθ.

Middle Liddell

νεκυ-ηγός, όν [ἄγω] = νεκραγωγός, Anth.]