φερέπονος

From LSJ
Revision as of 15:30, 17 March 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φερέπονος Medium diacritics: φερέπονος Low diacritics: φερέπονος Capitals: ΦΕΡΕΠΟΝΟΣ
Transliteration A: pheréponos Transliteration B: phereponos Transliteration C: fereponos Beta Code: fere/ponos

English (LSJ)

φερέπονον,
A bringing toil and trouble, ἀμπλακίαι Pi.P.2.31.
II bearing toil or bearing hardship, patient of toil, patient of hardship, ἐν ταῖς μάχαις App.Gall.1.3; τὸ φ. τῆς ψυχῆς Them.Or.11.149d, cf. Eust.1488.44. Adv. Sup. φερεπονώτατα App.Mith.74.

German (Pape)

[Seite 1261] Arbeit, Mühe, Unglück ertragend, bringend, ἀμπλακίαι Pind. P. 2, 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui apporte le malheur;
2 qui supporte la fatigue.
Étymologie: φέρω, πόνος.

Russian (Dvoretsky)

φερέπονος: приносящий страдания (ἀμπλακίαι Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

φερέπονος: -ον, ὁ φέρων, προξενῶν, ἐπιφέρων κόπους ἢ στενοχωρίας, ἀμπλακίαι Πινδ. Π. 2. 6. ΙΙ. ὁ φέρων μεθ’ ὑπομονῆς τοὺς πόνους, ὁ ὑπομένων κόπους καὶ ταλαιπωρίας, Θεμίστ. 149D, Εὐστ. 1488. 44, κλπ.

English (Slater)

φερέπονος, -ον bringing toil αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι pr. (P. 2.31)

Greek Monolingual

-η,-ο / φερέπονος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που υπομένει τους κόπους και τις ταλαιπωρίες, καρτερικός, υπομονητικός
αρχ.
1. αυτός που προξενεί κόπους και ταλαιπωρίες, ο αίτιος δυστυχίας
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φερέπονον
η φερεπονία.
επίρρ...
φερεπόνως Μ
με καρτερικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πόνος (πρβλ. λυσίπονος, παυσίπονος)].

Greek Monotonic

φερέπονος: -ον, αυτός που φέρνει κόπους και στενοχώριες, σε Πίνδ.

Middle Liddell

φερέ-πονος, ον,
bringing toil and trouble, Pind.