προσευρίσκω

From LSJ
Revision as of 21:25, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσευρίσκω Medium diacritics: προσευρίσκω Low diacritics: προσευρίσκω Capitals: ΠΡΟΣΕΥΡΙΣΚΩ
Transliteration A: proseurískō Transliteration B: proseuriskō Transliteration C: prosevrisko Beta Code: proseuri/skw

English (LSJ)

find besides, Plb.1.59.6 (Pass.), Ascl.Tact.12.10: simply, find, ὃν.. μόνον π. πιστόν S.El.1352:—Med., Corn.ND19.

German (Pape)

[Seite 763] (s. εὑρίσκω), noch dazu finden; ὃν μόνον προσεῦρον πιστόν, Soph. El. 1344; Pol. 1, 59, 6.

French (Bailly abrégé)

ao.2 προσεῦρον, etc.
trouver ou imaginer en outre.
Étymologie: πρός, εὑρίσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-ευρίσκω erbij vinden.

Russian (Dvoretsky)

προσευρίσκω: (aor. 2 προσεῦρον) (еще) находить olyb.: π. τινά τινα Soph. находить кого-л. кем(каким)-л.

Greek Monolingual

Α
1. εφευρίσκω, επινοώ κάτι ακόμη («εἰς τὰ κοινὰ φιλοτιμίαν καὶ γενναιότητα προσευρέθη ἡ πρὸς τὴν συντέλειαν», Πολ.)
2. βρίσκω («ὃν μόνον προσεῡρον πιστόν», Σοφ.).

Greek Monotonic

προσευρίσκω: μέλ. -ευρήσω, βρίσκω επιπλέον ή ακόμη, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

προσευρίσκω: εὑρίσκω προσέτι, Πολύβ. 1. 59, 6, κτλ.˙ ἁπλῶς εὑρίσκω, ὅν... μόνον πρ. πιστὸν Σοφ. Ἠλ. 1352.

Middle Liddell

fut. -ευρήσω
to find besides or also, Soph.