ἀρχαιρεσιάζω
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
English (LSJ)
A hold an assembly for the election of magistrates, Is. Fr.47, Plu.Cam.9, etc.; elect a magistrate in the assembly, ib.42, D.H.2.14; simply, vote, Plu.Crass.14: c. acc. inf., ib.ΙΙ.
2 canvass for a magistracy, Plb.26.1.5.
Spanish (DGE)
1 elegir magistrados D.H.2.14, 4.81, 8.90, App.Pun.99, cf. quizá Is.Fr.46
•simpl. elegir τῶν ὑπάτων τὸν ἕτερον ἀπὸ τοῦ πλήθους ἀρχαιρεσιάσαι Plu.Cam.42, μηδ' ... ὅπλοις ἀρχαιρεσιάζηται στρατοῦ ni ... fuese elegido con las armas de un ejército Plu.2.324f
•votar en rel. c. elección de cargos τῶν στρατιωτῶν πέμπων πολλοὺς ἀρχαιρεσιάζοντας Plu.Crass.14, οἱ δὲ πλεῖστοι ὑπὲρ Ὄθωνος ἀρχαιρεσιάζοντες la mayoría votaba por Otón Plu.Galb.23
•aclamar, proclamar ψῆφον αἰτοῦντας ἢ φωνὴν ἀρχαιρεσιάζουσαν Plu.2.794c, ἀρχαιρεσιάζοντες ἦσαν οὐκ ὀλίγοι τὴν νίκην ἐκείνῳ ... προσήκειν no pocos proclamaban que la victoria le correspondía Plu.Crass.11 (var.).
2 hacer campaña electoral περιῄει κατὰ τὴν ἀγορὰν ἀρχαιρεσιάζων Plb.26.1.5, ἀρχαιρεσιάζειν· τὸ πρὸς χάριν τοῖς πολλοῖς ζῆν Hsch.
3 como sinón. de ἄρχομαι empezar Sch.A.R.1.1a, 1.4b.
German (Pape)
[Seite 364] Wahlversammlungen halten, Pol. 26, 10, 6 u. A.; sich um ein Amt beim Volk bewerben u. ihm deshalb schmeicheln, ambire magistratum, Plut. fort. Rom. 12, sehr zw.
French (Bailly abrégé)
tenir une assemblée pour l'élection des magistrats ; élire un magistrat dans une assemblée.
Étymologie: ἀρχαιρέσια.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχαιρεσιάζω: 1) выбирать должностных лиц Isae., Plut.;
2) (лат. ambire magistratum) домогаться своего избрания Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχαιρεσιάζω: μέλλ. άσω, συγκροτῶ συνέλευσιν πρὸς ἐκλογὴν ἀρχόντων, Ἰσαῖος παρὰ Πολυδ. Η΄, 82, Πλουτ. Κάμιλλ. 6, κτλ· ἐκλέγω ἄρχοντα ἐν συνελεύσει, αὐτόθι 42, Διον. Ἁλ. 2. 14, 2) ἐπιδιώκω ἀρχήν τινα ἢ ἀξίωμα, Λατ. ambire honores, Πολύβ. 26. 10, 6, Πλουτ. Κάμιλλ. 42.
Greek Monolingual
ἀρχαιρεσιάζω (Α) αρχαιρεσία
1. κάνω αρχαιρεσίες, συγκαλώ συνέλευση για εκλογή αρχόντων
2. επιδιώκω κάποια αρχή ή αξίωμα.
Greek Monotonic
ἀρχαιρεσιάζω: μέλ. -σω,
1. συγκροτώ συνέλευση για την εκλογή αρχόντων, σε Πλούτ.· εκλέγω, στον ίδ.
2. ψηφοθηρώ, στον ίδ.
Middle Liddell
[from ἀρχαιρεσία
1. to hold the assembly for the election of magistrates, Plut.: to elect, Plut.
2. to canvass for election, Plut.