ἀφεσμός
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ὁ, swarm of bees, Arist.HA629a9.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ enjambre ἀ. ..., ὥσπερ τῶν μελιττῶν, οὐ γίνεται ... ἀλλ' ἀεὶ ... αὐτοῦ μένουσι Arist.HA 629a9, ἐὰν ἀποπλανηθῇ ὁ ἀ. Arist.HA 624a28.
German (Pape)
[Seite 409] ὁ, Bjenenschwarm, Arist. H. A. 9, 40.
Russian (Dvoretsky)
ἀφεσμός: ὁ молодой (пчелиный) рой Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφεσμός: ὁ, νεαρὸν σμῆνος μελισσῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 42, 3.
Greek Monolingual
ἀφεσμός, ο (Α)
το νέο σμήνος μελισσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + εσμός «σμήνος μελισσών», με επίδραση της λ. άφεσις].
Translations
beeswarm
Afrikaans: byeswerm; English: beeswarm, swarm of bees; Dutch: imme, bijenzwerm, bijendrom; French: essaim d'abeilles; Greek: μελισσολόι, μελισσοσμήνος, μελισσοσμάρι, σμήνος μελισσών, σμάρι μελισσών, μελίσσι; Ancient Greek: ἄφεσις, ἀφεσμός, ἔθνος μελισσάων, ἑσμός, μελίσσιον, μελίττιον, σμᾶνος, σμῆνος, φῦλα μελισσέων; German: Bienenschwarm, Imme; Spanish: enjambre