ναοφύλαξ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, (ναός)
A keeper of a temple, warden of a temple, E.IT1284, Arist.Pol.1322b25, BGU362 (iii A.D.); cf. ναυφύλαξ ΙΙ.
II (ναῦς) master of a ship or pilot of a ship, S.Fr.143.
German (Pape)
[Seite 229] ακος, ὁ, 1) Tempelhüter, Tempelwart; Eur. I. T. 1284; Arist. pol. 6, 8. – 2) Schiffshüter, -lenker, Soph. frg. 151.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
gardien d'un temple.
Étymologie: ναός, φύλαξ.
Russian (Dvoretsky)
νᾱοφύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ ναός I] хранитель (страж) храма Eur.
ᾰκος ὁ ναῦς кормчий корабля Soph.
Greek (Liddell-Scott)
νᾱοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, (ναὸς) ὁ φύλαξ ναοῦ, Λατ. aedituus, Εὐρ. Ι. Τ. 1281, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 19. ΙΙ. (ναῦς) ὁ κυβερνήτης ἢ πηδαλιοῦχος πλοίου, Σοφ. Ἀποσπ. 151.
Greek Monolingual
(I)
(ναοφύλαξ, ὁ (Α)
φύλακας ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + φύλαξ.
(II)
ναοφύλαξ, ὁ (Α)
ο κυβερνήτης ή ο πηδαλιούχος πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. της γενικής του δωρ. τ. ναός (= νηός) της λ. ναῦς «πλοίο» + φύλαξ.
Greek Monotonic
νᾱοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ (ναός), φύλακας ναού, Λατ. aedituus, σε Ευρ., Αριστ.
Middle Liddell
νᾱο-φῠ́λαξ, ακος, ναός
the keeper of a temple, Lat. aedituus, Eur., Arist.