διερείδομαι

From LSJ
Revision as of 12:00, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145

Middle Liddell

fut. -είσομαι
Mid. to lean upon, τινι Eur.

French (Bailly abrégé)

s'appuyer sur, τινι : δ. πρός τι résister fortement à qch.
Étymologie: διά, ἐρείδω.

Greek Monolingual

(AM διερείδομαι) ερείδω
μέσ. στηρίζομαι, ακουμπώ
αρχ.
1. υποστηρίζω, υποστυλώνω
2. μέσ. αντιστέκομαι
3. κρατώ σε απόσταση, χωριστά.

Greek Monotonic

διερείδομαι: μέλ. -είσομαι, Μέσ., γέρνω, κλίνω πάνω σε, στηρίζομαι, ακουμπώ, τινι, σε Ευρ.