αἰώρα
English (LSJ)
ἡ, (ἀείρω)
A swing, hammock, chariot on springs, Pl.Lg. 789d.
2 noose, halter, S.OT1264 (in the form ἐώρα).
II oscillatory movement, see-saw, pulsation, Pl.Phd. 111e, D.H.3.47, etc.
2 Medic., passive exercise, Plu.2.793b, Antyll. ap. Orib.6.23, Sor.1.125: pl., IG4.955 (Epid., ii A. D.).
III metaph., αἰώρα ψυχῆς fluctuation of mind, Metrod.Herc.831.8 (cf. Epicur.Fr.434).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): frec. ἐώρα S.OT 1264, Ath.618e, Ael.Dion.α 59
I 1columpio Pl.Lg.789d, usados como instrumentos de tramoya, Poll.4.127, 131
•αἱ αἰώραι Fiesta de los Columpios en recuerdo de Erígona μέλη περὶ τὰς αἰώρας Arist.Fr.515, ἐπὶ ταῖς ἐώραις Ath.618e.
2 lazo, cuerda colgante πλεκταῖς ἐώραις ἐμπεπλεγμένην de Yocasta, S.OT 1264.
3 prob. recipiente o jarra suspendida τειμ(ῆς) μεικρᾶς αἰώ(ρας) οἴνο(υ) PMil.Vogl.307.112 (II d.C.).
II 1movimiento de vaivén, balanceo, oscilación ταῦτα ... κινεῖν ἄνω καὶ κάτω ὥσπερ αἰώραν τινὰ ἐνοῦσαν ἐν τῇ γῇ Pl.Phd.111e, cf. Placit.3.17.5, D.H.3.47.
2 medic. ejercicio pasivo, acción de ser balanceado en una hamaca o litera Sor.83.16, Plu.2.793b, IG 42.126.11 (Epidauro II d.C.), Archig.p.70L., Antyll. en Orib.6.23 tít., Gal.1.406.
III 1zigzagueo de los rayos αἶσα γὰρ ἦν ... σηκὸν πυρσῶν αἰώρῃ διιπετέεσσι δαμῆναι pues era el destino que el recinto sagrado quedara destruido por los zigzagueos de las antorchas caídas del cielo Orác. en Porph.Fr.338.
2 fig. fluctuación, vacilación ψυχῆς Metrod.Herc.831.8.
• Etimología: Cf. ἀείρω.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 appareil pour se balancer (hamac, balançoire, etc.);
2 action de se suspendre, de se balancer.
Étymologie: ἀείρω.
Greek Monolingual
η (Α αἰώρα και ἐώρα)
κάθισμα οποιασδήποτε μορφής και σχήματος που κρέμεται από δέντρο ή δοκάρια με δύο σχοινιά και επάνω στο οποίο αιωρείται κανείς, κοινώς κούνια, ανεμόκουνια
νεοελλ.
κρεμαστό κρεβάτι από δίχτυ που το χρησιμοποιούν οι ναύτες στα πλοία (κοιν. μπράντα)
αρχ.
1. είδος άρματος με ελατήρια
2. σχοινί για κρεμάλα, βρόχος
3. αιώρηση, ταλάντευση
4. (ως όρος ιατρ.) θεραπευτική άσκηση (τήν συνιστούσαν οι γιατροί Άντυλλος και Ορειβάσιος)
5. διακύμανση, ταλάντευση της σκέψης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχικό τ. Fai-Fώρ-α, με αναδιπλασιασμό < αἰωρῶ η γραφή ἐώρα της λ. οφείλεται σε προφορά του αι- ως ε-].
Greek Monotonic
αἰώρα: ἡ (ἀείρω),
I. μηχάνημα μέσω του οποίου τα σώματα κρατιούνται μετέωρα, βρόχος, θηλειά για κρέμασμα, σχοινί για αγχόνη, σε Σοφ. (κατά τον τύπο ἐώρα).
II. ταλάντευση στον αέρα, αιώρηση, μετεωρισμός, σε Πλάτ.
German (Pape)
ἡ (ἀείρω), die Schwebe, Maschine, um Körper schwebend zu erhalten, vgl. Poll. 4.131; Plat. Phaed. 111e; eine Art Wage, Legg. VII.789d.
Russian (Dvoretsky)
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: swing, hammock, noose, halter (Pl.).
Derivatives: αἰωρέω, -έομαι swing, hang (Pi.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: One reconstructs *Ϝαι-Ϝωρ-έω, an intensive (iterative) verb, Schwyzer 423, 647: a 1, 720: 2. from which *ϜαιϜώρα > αἰώρα was derived. Taillardat assumes *h₂uor-eyo > *αϜωρέω (as in πωλέω etc.); redupl. in Greek *αϜαϜωρ- which would have given *αϜαιωρ- > αἰωρ- (like *αϜαιρω > αἴρω). Not quite certain seems to me the redupl. αϜ-αϜ-, and the development to *αϜαy- and its continuation as (αϜ)-αι- (before vowel). Also, it is not evident that the word has the root of ἀείρω.
Middle Liddell
ἀείρω
I. a machine for suspending bodies: a noose for hanging, a halter, Soph. in the form ἐώρα).
II. suspension in the air, oscillation, plat.
Frisk Etymology German
αἰώρα: {aiṓra}
Meaning: Schwebe, Hängebett, Schaukel, schaukelnde Bewegung (Pl., D. H., Plu. usw.).
Composita: Zusammensetzungen: συν-, ὑπεραιωρέομαι, -έω.
Derivative: Verbalabstrakta: αἰώρησις (vorw. mediz.), συν- (Pl.), ὑπερ- (Hp.); αἰώρημα (E. in lyr., Lyk.). Daneben αἰωρέω, gewöhnlicher -έομαι erheben, hängen, Med. schweben, hangen, auch übertragen (Pi., ion. att.).
Etymology: Die einzigartige Grundform *ϝαιϝώρα enthält sowohl Intensivreduplikation wie Dehnstufe, ebenso *ϝαιϝωρέω, das als ein deverbatives Intensivum (Iterativum) zu verstehen ist, vgl. Schwyzer 423, 647: a 1, 720: 2. Davon wahrscheinlich als postverbales Nomen das später auftretende und seltenere *ϝαιϝώρα > αἰώρα. — Zu 1. ἀείρω emporheben; vgl. auch alb. vjer aufhängen s. 2. ἀείρω ‘(zusammen)binden’.
Page 1,49
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=κρεμάστρα, κούνια). Ἀπό τό ἀείρω (αἴρω) (=ὑψώνω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα αἴρω.