περιχάρεια
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, excessive joy, Pl.Phlb. 65d, Ph.1.460; opp. περιωδυνία, Pl.Lg.732c: in plural, Plu.2.83d, Gal.10.841, Plot.1.4.12:—incorrectly writtenπεριχαρ-ία, D.C.44.8, Alciphr.3.38, Adam.2.38, etc.
German (Pape)
[Seite 600] ἡ, ausnehmende, übermäßige Freude; Plat. Phil. 65 d Legg. V, 732 c, im Gegensatz von περιωδυνία; Sp., wie Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιχάρεια -ας, ἡ [περιχαρής] grote vreugde.
Russian (Dvoretsky)
περιχάρεια: (χᾰ) ἡ чрезвычайная радость, ликование, восторг (ἡδονὴ καὶ π. Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
περιχάρεια: [ᾰ], ἡ, ὑπερβολικὴ χαρά, ἀντίθετ. τῷ περιωδυνία, Πλάτ. Φίληβ. 65D, Νόμ. 732· ἐσφαλμένως δὲ φέρεται -ία, Ἀλκίφρων 3. 38, Δίων Κ. 44, 8, κτλ.
Greek Monolingual
και εσφ. γρφ. περιχαρία, ἡ, ΜΑ περιχαρής
μεγάλη χαρά, το να είναι κανείς γεμάτος χαρά.