μετρητικός
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
English (LSJ)
μετρητική, μετρητικόν,
A skilled in measuring, Pl.Just.373d; of numbers, capable of measuring, i.e. dividing, c. gen., Iamb. in Nic.p.36 P.
II concerned with measurement: -κή (sc. τέχνη), ἡ, mensuration, μ. μήκους καὶ ἐπιπέδου καὶ βάθους Pl.Lg.817e, cf.Prt.357d, al. Adv. μετρητικῶς Poll.4.166.
German (Pape)
[Seite 162] zum Messen gehörig, ἡ μετρητική, die Meßkunst; Plat. Prot. 356 d u. öfter; auch Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le mesurage ; ἡ μετρητική (τέχνη) l'art de mesurer.
Étymologie: μετρητής.
Russian (Dvoretsky)
μετρητικός: измерительный (μάθημα Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
μετρητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μέτρησιν ἢ μέτρημα, Πλάτ. Περὶ Δικαίου, 373D· μ. βάθους ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 817Ε· ἡ -κὴ (ἐξυπ. τέχνη) ἡ τέχνη τοῦ μετρεῖν, τῆς καταμετρήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 357D, κ. ἀλλ. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δ΄, 166.
Greek Monolingual
-ή, -ό
(Α μετρητικός, -ή, -όν) μετρητής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μέτρηση ή που είναι αρμόδιος για μέτρηση ή που είναι ικανός στη μέτρηση («ἐπειδή μέτρον καὶ μετρητικἠ καὶ μετρητικὸς τὸ μεῖζον καὶ τὸ ἔλαττον διακρίνει», Πλάτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. η μετρητική
η τέχνη της μέτρησης («μετρητικ]ὴ δὲ μήκους καὶ ἐπιπέδου καὶ βάθους ὡς ἓν αὖ δεύτερον», Πλάτ.)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μετρητικόν
είδος ναυτικού φόρου
αρχ.
1. (για αριθ.) ο ικανός να διαιρέσει κάτι
2. ο σχετικός με το μέτρο.
επίρρ...
μετρητικώς και -ά
(Α μετρητικῶς)
σύμφωνα με τον τρόπο τών μετρητών ή με τον τρόπο με τον οποίο μετριέται κάτι.
Greek Monotonic
μετρητικός: -ή, -όν (μετρέω), αυτός που αναφέρεται ή προορίζεται για μέτρηση, σε Ευρ., Πλάτ.· ἡ -κή (δηλ. τέχνη), μέτρηση, στον ίδ.
Middle Liddell
μετρητικός, ή, όν μετρέω
of or for measuring, Plat.: ἡ -κή (sc. τέχνἠ mensuration, Plat.