ὑπώρεια

From LSJ
Revision as of 13:39, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

σοφόν γάρ ἕν βούλευμα τάς πολλάς χεῖρας νικᾶ, σὺν ὄχλῳ δ' ἀμαθία μεῖζον κακόbetter than many hands is one wise thought, a multitude of fools makes folly worse

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπώρεια Medium diacritics: ὑπώρεια Low diacritics: υπώρεια Capitals: ΥΠΩΡΕΙΑ
Transliteration A: hypṓreia Transliteration B: hypōreia Transliteration C: yporeia Beta Code: u(pw/reia

English (LSJ)

(in some passages of Hdt. (v. infr.) the best codd. give ὑπώρεα,) ἡ, the foot of a mountain, skirts of a mountain range, mostly c. gen., ὑπωρείας ᾤκεον.. Ἴδης Il.20.218; οἰκέουσι ὑπώρεαν ὀρέων ὑψηλῶν Hdt.4.23, cf. 1.110, 2.158, 7.199; [ὄρεα] συμμίσγοντα τὰς ὑπωρέας (-είας codd.) ἀλλήλοισι ib.129; ἐπὶ τῆς ὑπωρέης (-είης codd.) τοῦ Κιθαιρῶνος Id.9.19, cf. 25 (-είης codd.); ἐν ταῖς ὑ. Pl.Lg. 681a.

German (Pape)

[Seite 1242] ἡ, ion. ὑπωρέη, die Gegend unten am Berge, der Fuß des Gebirges, Il. 20, 218; Her. hat die ion. Form 2, 158. 7, 199. 9, 19, und, wenn die Lesart richtig ist, auch ὑπώρεα, 4, 23; plur. ὑπώρεαι 1, 110. 7, 129; gew. steht ein noch näher die Lage bestimmender gen. dabei, οὔρεος, οὐρέων, Κιθαιρῶνος; Gegensatz ἀκρώρεια, Plat. Legg. III, 680 e; Pol. 1, 77, 3 u. Sp., wie Luc. Tim. 7.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 le pied d'une montagne, le piémont;
2 le piémont, pays qui s'étend au pied d'une montagne ou d'une chaîne de montagnes.
Étymologie: ὑπό, ὄρος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπώρεια: ион. ὑπωρέηὄρος тж. pl. предгорье (Ἴδης Hom.; τοῦ Κιθαιρῶνος Her.; ἐν ταῖς ὑπωρείας Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπώρεια: (ἔν τισι χωρίοις τοῦ Ἡροδ. τὰ Ἀντίγραφα φέρουσιν ὑπώρεα), ἡ, οἱ πρόποδες, τὸ κάτω μέρος ὄρους, ἢ ὑπὸ τὸ ὄρος παιδιάς, τὸ πλεῖστον μετὰ γεν., ὑπωρείας ᾤκουν… Ἴδης Ἰλ. Υ. 218. οἰκέουσι ὑπώρειαν οὐρέων ὑψηλῶν Ἡρόδ. 4. 23, πρβλ. 1. 110., 2. 158., 7. 199· (οὔρεα) συμμίσγοντα τὰς ὑπωρείας ἀλλήλοισι ὁ αὐτ. 7. 129· ἐπὶ τῆς ὑπωρείης τοῦ Κιθαιρῶνος ὁ αὐτ. 9. 19, πρβλ. 25· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀκρώρεια, Πλάτ. Νόμ. 680Ε.

English (Autenrieth)

(ὄρος), fem. adj. as subst.: foot of a mountain, skirts of a mountain range, pl., Il. 20.218†.

Greek Monolingual

η / ὑπώρεια, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπώρεα Α
οι πρόποδες, τα ριζά βουνού («οἰκέουσι ὑπώρεαν οὐρέων ὑψηλῶν», Ηρόδ.)
νεοελλ.
(κυρίως στον πληθ.) οι υπώρειες
(γεωμορφ.) το τμήμα τών πεδιάδων ή τών λόφων που βρίσκεται στους πρόποδες ενός ορεινού όγκου και έχει σχηματιστεί από την απόθεση κλαστικών υλικών, λόγω της μετατόπισης τών υδάτινων ρευμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ώρεια (< ὄρος [ΙΙ]), πρβλ. παρ-ώρεια. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. piemont].

Greek Monotonic

ὑπώρεια: ἡ, πρόποδες όρους, βουνού, παρυφές οροσειράς, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.

Middle Liddell

ὑπώρεια, ἡ,
the foot of a mountain, the skirts of a mountain range, Il., Hdt.

Mantoulidis Etymological

ἡ (=οἱ πρόποδες τοῦ βουνοῦ). Ἀπό τό ὑπό + ὄρος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.