ἐξοργίζω
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
English (LSJ)
enrage, ἵππον X.Eq.9.2; τινάς Aeschin.1.192; τὰς ψυχὰς πρὸς τοὺς πολεμίους X.Mem.3.3.7:—Pass., ἐξοργίζομαι to be enraged, be furious, Batr.[184a], Satyr.Vit.Eur.Fr.39x33 (prob.), Plb.6.57.8, al., Phld. Mus.p.78 K., Aristaenet.2.20.
German (Pape)
[Seite 887] sehr erzürnen, aufbringen, τινά, Aesch. 1, 192; πρός τι, Xen. Mem. 3, 3, 7. – Pass. in heftigen Zorn geraten, Batrach. 185, Aristaen. 2, 20.
French (Bailly abrégé)
transporter de fureur.
Étymologie: ἐξ, ὀργίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξοργίζω: приводить в ярость, раздражать (τὰς ψυχὰς πρὸς τοὺς πολεμίους Xen.; τινά Aeschin.); med.-pass. приходить в ярость, раздражаться (χάριν τινός Batr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοργίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, κινῶ εἰς ὀργήν, παροργίζω, οὕτω και ἵππον θυμοειδῆ ὁ μὴ ἀνιῶν ἥκιστ’ ἂν ἐξοργίζοι Ξεν. Ἱππ. 9, 2, Αἰσχίν. 27. 19· τινά πρός τινα Ξεν. Ἀπομν. 3. 3. 7: - Παθ., ἐξοργίζομαι, ὡς καὶ νῦν, τούτου χάριν ἐξώργισμαι, εἶμαι πλήρης ὀργῆς, Βατραχομυομ. 186, Ἀρισταίν. 2. 20.
Greek Monolingual
(AM ἐξοργίζω)
κάνω κάποιον να οργιστεί, ερεθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οργίζω (< οργή)].
Greek Monotonic
ἐξοργίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, προκαλώ οργή, σε Ξεν., Αισχίν. — Παθ., εξοργίζομαι, Βατραχομ.
Middle Liddell
fut. Attic ιῶ
to enrage, Xen., Aeschin.:—Pass. to be furious, Batr.