ἐπιβροντάω
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
English (LSJ)
thunder in response, Plu.Marc.12: impers., it thunders as well, Ps.-Gem.Calend.p.183W.
German (Pape)
[Seite 931] dazu donnern, Plut. Marcell. 12.
French (Bailly abrégé)
ἐπιβροντῶ :
tonner en réponse.
Étymologie: ἐπί, βροντάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβροντάω: (при чем-л. или в ответ) греметь (ἐπιβροντήσαντος τοῦ θεοῦ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβροντάω: βροντῶ μετά τι, ἐπιβροντήσαντος δὲ τοῦ θεοῦ Πλουτ. Μάρκελλ. 12.
Greek Monotonic
ἐπιβροντάω: μέλ. -ήσω, βροντώ ως απάντηση, σε Πλούτ.