μαργάω

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 May 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαργάω Medium diacritics: μαργάω Low diacritics: μαργάω Capitals: ΜΑΡΓΑΩ
Transliteration A: margáō Transliteration B: margaō Transliteration C: margao Beta Code: marga/w

English (LSJ)

(μάργος) only in part. μαργῶν raging, especially in battle, A. Th.380; οἱ μαργῶντες S.Fr.842; φόνου μαργῶντος E.HF1005; μαργῶσαν χέρα Id.Hec.1128; [ἵπποι] μαργῶσαι φρένας Id.Hipp.1230, cf. Call.Fr.98a; μαργῶσα γνάθος ravenous jaw, A.Fr.258: c. inf., μ. ἱέναι δόρυ madly eager to... E.Ph.1247.

French (Bailly abrégé)

μαργῶ :
seul. prés.
être hors de soi, être en démence, être en fureur.
Étymologie: μάργος.

German (Pape)

wie μαργαίνω, rasend sein, unsinnig wüten, von heftiger Kampfeswut, Aesch. Spt. 362; ἀλλ' ἔσχε μαργῶντ' αὐτόν Eur. Phoen. 1156, ὅς νιν φόνου μαργῶντος ἔσχε, Herc.Fur. 1005; auch μαργῶσαν χέρα, Hec. 1128; gierig sein, μαργῶσα γνάθος, Aesch. frg. 237.

Russian (Dvoretsky)

μαργάω: (только part. praes.)
1 неистовствовать, быть в ярости: μαργῶσαι φρένας (αἱ ἵπποι) Eur. обезумевшие кони;
2 страстно желать (μαργῶντες ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ἱέναι δόρυ Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μαργάω: (μάργος) ὡς τὸ μαργαίνω, ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ. μαργῶν, μαινόμενος, ἰδίως ἐν μάχῃ, Αἰσχύλ. Θήβ. 380 οἱ μαργῶντες Σοφ. Ἀποσπ. 722· φόνου μαργῶντος Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 1005· μαργῶσαν χέρα ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 1128· [ἵπποι] μαργῶσαι τὴν φρένα ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1230· μαργῶσα γνάθος, ὀδόντες λαίμαργοι, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 251· μετ’ ἀπαρ., μαργῶντ’ ἐπ’ ἀλλήλοισι ἱέναι δόρυ, ἐμμανῶς πρόθυμοι νά..., Εὐρ. Φοίν. 1247. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαργᾷ, μαργαίνει, ὑβρίζει, ἐνθουσιᾷ, μαίνεται».

Greek Monotonic

μαργάω: (μάργος), χρησιμ. μόνο στη μτχ. μαργῶν, μαινόμενος, οργισμένος, σε Αισχύλ.· με απαρ., μαργῶν ἱέναι, είναι έτοιμος να τρελαθεί, σε Ευρ.

Middle Liddell

μαργάω, μάργος
raging, Aesch.; c. inf., μαργῶν ἱέναι madly eager to go, Eur. only used in part. μαργῶν\]