παγκρατιαστής
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
παγκρατιαστοῦ, ὁ, pancratiast, one who practises the pankration (παγκράτιον), Pl.R. 338c, Euthd.271c, IG5(1).669 (Sparta), etc.; ἀνὴρ π. SIG1073.14 (Olympia, ii A. D.); παῖς παγκρατιαστής IG12.846.13; title of plays by Alexis, Philemon, etc.
German (Pape)
[Seite 436] ὁ, der im Pankration kämpft, der Pankratiast; Plat. Rep. I, 338 e Legg. VIII, 380 a u. Folgde, wie Pol. 28, 16, 4, Plut. – Titel von Comödien des Alexis, Philemon u. Theophilus. Davon
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui lutte ou s'exerce au pancrace.
Étymologie: παγκρατιάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παγκρατιαστής -οῦ, ὁ [παγκρατιάζω] beoefenaar van het pankration, pankratiast.
Russian (Dvoretsky)
παγκρᾰτιαστής: οῦ ὁ панкратиаст, занимающийся всеборьем Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
παγκρᾰτιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ διαγωνιζόμενος τὸ παγκράτιον, Πλάτ. Πολ. 338C, Εὐθύδ. 271C· ἐπιγραφὴ κωμῳδιῶν τοῦ Ἀλέξιδος, Φιλήμονος, κλπ., συχν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ., ὡς 1428, 1969, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
παγκρατιαστής (Α) παγκρατιάζω
αθλητής του παγκρατίου («παγκρατιασταί
ἀθληταὶ πύκται)
αρχ.
ως κύριο όν. Παγκρατιαστής
τίτλος κωμωδιών του Αλέξιδος και του Φιλήμονος.
Greek Monotonic
παγκρᾰτιαστής: -οῦ, ὁ, αυτός που αγωνίζεται στο παγκράτιον, σε Πλάτ.
Middle Liddell
παγκρᾰτιαστής, οῦ, ὁ, [from παγκρᾰτιάζω]
one who practises the παγκράτιον, Plat.