λαμπρός
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
English (LSJ)
ά, όν, fem. -ή in Ep. (Il.17.269, Hom.Epigr.3.3), but -ά in Hes.Th.19, 371:—
A bright, radiant, of the sun and stars, λ. φάος ἠελίοιο Il.1.605; ἀστήρ 4.77; -ότατος, of Sirius, 22.30 (and of the same, λαμπρὸν παμφαίνῃσι 5.6); λαμπρὰ σελήνη Hes.ll.cc., cf. Th.7.44; πρὶν ἡμέραν λ. γενέσθαι D.H.3.27; of the eyes, S.OT1483, E. Hec.1045, etc., v. infr. 11.3; of metallic bodies, λ. φάλοι, κόρυθες, Il.13.132, 17.269: neut. as Adv., θώρηκες λαμπρὸν γανόωντες 13.265. 2 of white cloths and the like , bright, λαμπρὸς δ' ἦν ἠέλιος ὥς [ὁ χιτών] Od.19.234; δέρμα . . -ότατον λευκότητι Hdt.4.64; λ. ἐσθής, = Lat. toga candida, Plb.10.5.1. 3 of water, clear, limpid, A.Eu.695, Hp.Aër. 5, X.HG5.3.19; of air, λ. ἠήρ Hp.Aër. 15; αἰθήρ E.Med.829 (Sup., lyr.). 4 of sound or voice, clear, distinct, Pl.Phlb. 51d, D.19.199; λαμπρὰ κηρύσσειν E.Heracl.864; φωνὴ -οτέρα Arist. HA545a12; opp. φ. ἀσαφής, Id.Aud.801b22; λαμπρὸν ἀνολολύξαι Plu. 2.768d; cf. λάμπω 1.2. 5 metaph., of vigorous action, λ. ἄνεμος a keen wind, Hdt.2.96, cf.A.Ag.1180; λ. ἤδη καὶ μέγας καθιείς swooping down like a fresh and mighty breeze, Ar.Eq.430, cf. 760; λαμπρὸς φανήσεται he will come furiously forth, E.Heracl.280; λ. μάχη a keenly contested battle, Plb.10.12.5; -ότερος κίνδυνος Id.1.45.9. Adv. -ρῶς, ἐπικείμενοι vigorously, Th.7.71; utterly, λ. ἡττῆσθαι, λ. περιεστοιχίσθαι, Hld.4.4, 9.1. 6 metaph. also, clear, manifest, μαρτύρια A.Eu.797; ταῦτ' ἐπειδὴ λαμπρὰ συμβαίνει S.Tr.1174; ἴχνη X.Cyn. 5.5; γεγενημένης τῆς νίκης λ. ἤδη Th.7.55; λ. φυγή decisive, Arr.An. 2.11.3. Adv. -ρῶς, κοὐδὲν αἰνικτηρίως A.Pr.833; λελυμένων λ. τῶν σπονδῶν Th.2.7; λ. νικᾶν Arr.An.2.10.4; λαμπρῶς ἐλέγετο it was said without concealment, Th.8.67. II of persons, well-known, illustrious by deeds, station, etc., λ. ἐν τῇσι Ἀθήνῃσι Hdt.6.125; ἐν τοῖσι πολέμοισι ἐὼν -ότατος Id.7.154; λ. ἐν [τοῖς κινδύνοις] D.19.269; -οτάτους γενομένους τῶν καθ' ἑαυτούς Th.1.138; ἐξ ἀδόξων γενέσθαι λ. Isoc.5.89; λ. ἐς γένος E.El.37; ἐν λόγοις Id.Supp.[902]; as honorary title, -ότατος, = Lat. clarissimus, IG14.911, 7.91, etc.; of cities, councils, etc., ἡ λαμπρὰ τῶν Μιλησίων μητρόπολις SIG906 A 4 (iv A. D.), cf. 867.4 (Sup., Ephesus, ii A. D.); of actions, etc., ἔργον οὐδὲν ἀπ' αὐτῶν λ. γίνεται Hdt.3.72; τὸν βίον λ. ποιεῖσθαι S.OC1144; τὸ λ. φῶς ἀποσβεννὺς γένους Trag.Adesp.9. 2 magnificent, munificent, λ. ἐν ταῖς λειτουργίαις Isoc.3.56, cf. D.21.153 (Sup.); ὁ λ. καὶ πλούσιος οὗτος ib. 174. Adv. -ρῶς, χορηγεῖν Antipho 2.2.12, Arist.EN1122b22. 3 bright, joyous, λ. ὥσπερ ὄμματι, of the bearer of good news, S.OT 81, cf. X.HG4.5.10; λαμπρὸν ἐξέπεμψα with bright hopes, S.El.1130; λ. ταῖς ἐλπίσιν Jul.Or.2.64b; also ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν, of one clear in conscience, Pi.N.7.66. III of outward appearance, splendid, brilliant, νυμφίον . . λ. ὄντα Ar.Pax859; of a horse, IG22.956.87, X.Eq.11.1; in dress, Id.Cyn.2.4.5 (Sup.); of youthful bloom, ὥρᾳ ἡλικίας λ. Th.6.54; of healthy look, Hp.Aër. 24; of property, dress, etc., εἴ τί γ' ἔστι λ. καὶ καλόν Ar.Pl.144, cf. E.Fr.316.5; κατασκευή X.Smp.1.4 (Comp.); λ. κάλλος beaming beauty, Pl. Phdr.250b, etc.: more generally λ. τι ποιεῖν X.Cyr.5.4.15; τὸ λ. splendour, Pi.N.8.34; λ. γενέσθαι βουλόμεσθα τοὺς γάμους Euang.1.3. Adv. -ῶς, opp. λιτῶς, Phld.Mort.30: Sup. -ότατα X.Cyr.2.4.1; later -οτάτως JHS44.26 (Ancyra, ii A. D.). 2 of language, brilliant, τῶν διθυράμβων τὰ λ. Ar.Av.1388; λ. λέξις ornamental diction, Arist. Po.1460b4; λόγος Hermog.Id.1.9. IV Astrol., of degrees in a zodiacal sign, ἑκάστου ζῳδίου λαμπρὰς μοίρας ἐξέθεντο Heph.Astr.1.1, al. V for Adv. -ρῶς, v. supr. 1.5 and 6, 11.2, 111.1.
German (Pape)
[Seite 12] (λάμπω), 11 leuchtend, glänzend, Hom. meist vom Glanz der Himmelskörper, λ. φάος ἠελίοιο, Il. 1, 650, ἀστήρ, 4, 77, u. des Erzes, φάλοι, κόρυθες, 13, 132. 17, 269; so Pind. φέγγος, ἀκτῖ. νες, P. 8, 101. 4, 198; ἡλίου κύκλος, Aesch. Pers. 496, wie Soph. Ant. 412; λαμπρὸν ἡλίου σέλας El. 17; auch στεροπή, Ai. 250; übertr., τὸ λαμπρὸν φῶς ἀποσβεννὺς γένους frg. 497; auch in Prosa, πρὶν ἡμέραν λαμπρὰν γίνεσθαι D. Hal. 3, 27; ἦν σελήνη λαμπρά, heller Mondschein, Thuc. 7, 44; – αἰθήρ, Eur. Or. 1087; vgl. Ar. Nub. 269; – κάλλος, strahlende Schönheit, Plat. Phaedr. 250 b; vom Auge, ὄμμα, Eur. Hec. 1045; Soph. O. R. 1483. – Von allen glänzenden Farben, besonders = weiß, rein, χιτὼν λαμπρὸς ἦν ἠέλιος ὥς Od. 19, 234; bei Pol. 10, 4, 5 von der toga candida; von prächtigen Kleidern, ἐβουλόμην σε ὡς λαμπρότατον φανῆναι Xen. Cyr. 2, 4, 5. – Auch von der Stimme, helltönend, laut, Poll. 2, 116; λαμπρὰ κηρύσσειν, Eur. Heracl. 864; λαμπρᾷ τῇ φωνῇ, Dem. 19, 199; φώνημα λαμπρότατον, Luc. Alex. 3; übertr., hell, einleuchtend, λαμπρὰ μαρτύρια παρῆν Aesch. Eum. 764, wie λαμπρῶς κοὐδὲν αἰνικτηρίως Prom. 835; λαμπρὰ συμβαίνει, glänzend trifft es ein, Tr. 1164; so kann man auch fassen γεγενημένης τῆς νίκης λαμπρᾶς ἤδη, da der Sieg entschieden war, Thuc. 7, 55. – 2) rein u. unvermischt, vom Wasser, klar, βορβόρῳ θ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων Aesch. Eum. 695; τῶν λαμπρῶν καὶ ψυχρῶν ὑδάτων Xen. Hell. 5, 3, 19; dah. kräftig, frisch, ἄνεμος, Her. 2, 96; vgl. Plut. Them. 14; Pol. 1, 44, 3. 60, 6; ἀνέμου λαμπρὸν καταπνέοντος Plut. conj. praec. 413, was Einige trans, hell machend, die Luft reinigend od. die Wolken verjagend erkl., unrichtig. Dahin kann man auch rechnen μάχη λαμπρά, heftige Schlacht, Pol. 10, 12, 15, vgl. 16, 5, 7, κίνδυνος λαμπρότερος, 1, 45, 9. – 3) oft von Menschen, theils = durch Thatenglanz hervorleuchtend, berühmt, angesehen, ἐν Ἀθήνῃσι, ἐν πολέμοις, Her. 6, 125. 7, 154; οὐ γὰρ λόγοισι τὸν βίον σπουδάζομεν λαμπρὸν ποιεῖσθαι Soph. O. C. 1146; Παυσανίαν καὶ Θεμιστοκλέα, λαμπροτάτους γενομένους τῶν καθ' ἑαυτούς Thuc. 1, 138; ἐν τοῖς κινδύνοις Pol. 24, 1, 6; – theils durch Aufwand od. Lebensweise, prachtliebend, freigebig, splendid, ἐν ταῖς λειτουργίαις Isocr. 3, 56; ὁμολογῶ Μειδίαν ἁπάντων τῶν ἐν τῇ πόλει λαμπρότατον γεγενῆσθαι Dem. 21, 153; Plat. Hipp. min. 368 d; πρὸς τὰ χρήματα Plut. Philop. 15. Auch τῶν διθυράμβων τὰ λαμπρά, prunkvoll, Ar. Av. 1388, vgl. Plut. 144; ἔπη Soph. O. C. 725. Aehnl. οὐκ ἐν λόγοις ἦν λαμπρὸς ἀλλ' ἐν ἀσπίδι – δεινὸς σοφιστής Eur. Suppl. 902. – Adv. λαμπρῶς, glänzend, prächtig, ὡς εὐκοσμότατα καὶ λαμπρότατα προσελθεῖν, Xen. Cyr. 2, 4, 1; – heftig (s. oben 2), ἐπικείμενοι Thuc. 7, 71; λαμπρῶς ἐχρήσαντο τοῖς χρήμασι Pol. 4, 57, 10.