ὄνομα

From LSJ
Revision as of 19:19, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3b)

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄνομα Medium diacritics: ὄνομα Low diacritics: όνομα Capitals: ΟΝΟΜΑ
Transliteration A: ónoma Transliteration B: onoma Transliteration C: onoma Beta Code: o)/noma

English (LSJ)

Aeol. and Dor. ὄνῠμα IG12(2).68.8 (Lesb.), GDI4992a iii 7 (Crete), SIG1122.8 (Selinus), Berl.Sitzb.1927.167 (Cyrene) ; Lacon. *ἔνυμα prob. in pr. nn.

   A Ἐνυμακρατίδας IG5(1).213.45, Ἐνυμαντιάδας ib.97.20, 280.2 ; poet. also (metri gr.) οὔνομα (v.infr.), which appears regularly in codd. of Hdt. (along with ὀνομάζω, as 2.50, 4.35, al.), and sts. in other Ion. prose authors (v.l. in Hp.Prog.25, etc.), but is prob. not Ionic ; Ion. Inscrr. have only ὄνομα, IG7.235.39 (Oropus), etc.: Hom. has οὔνομα Od.6.194, 9.355, Il.3.235, οὐνόματ' (α) 17.260, ὄνομα Od.9.16, 364, 366, 19.183, ὄνομ' (α) 4.710 et saep. :—name of a person or thing, in Hom. always of a person, exc. ἐρέω δέ τοι οὔνομα λαῶν Od.6.194 and in Od.13.248 (v. infr. II) ; Οὖτις ἐμοί γ' ὄ. 9.366, cf. 18.5,19.183,247; Ἀρήτη δ' ὄνομ' ἐστὶν ἐπώνυμον 7.54, cf. 19.409, Hes. Th.144 : in Prose ὄνομα is used abs., by name, πόλις ὄ. Καιναί X.An. 2.4.28, etc. : also dat., πόλις Θάψακος ὀνόματι ib.1.4.11 (v. l.) ; ὀνόματι λέγειν by name, Pl.Ap.21c ; ἐπ' ὀνόματος δηλοῦσθαι Plb.18.45.4, etc. ; κατ' ὄνομα by name, Strato Com.1.14, Epigr.Gr.983.4 (Philae) ; ἀσπάζου τοὺς φίλους κατ' ὄ. each by his name, 3 Ep.Jo.14.    2 ὄ. τίθεσθαι or θέσθαι τινί give one a name, Od.19.403, 406, 8.554, A.Fr. 6, Ar.Av.810 :—Pass., ὄ. κεῖταί τινι ib.1291 ; ὄ. ἐστι or κεῖται ἐπί τινι, X.Mem.3.14.2, Cyr.2.2.12 ; so ὄ. φέρειν or ἐπιφέρειν ἐπί τι, Arist. EN1119a33, HA572a11.    3 ὄνομα καλεῖν τινα call one by name, εἴπ' ὄνομ', ὅττι σε κεῖθι κάλεον Od. 8.550 ; καλοῦσί με τοῦτο τὸ ὄ. X. Oec.7.3, cf. E.Ion259, 800, Pl.Cra.393e, etc. :—so in Pass., ὄ. δ' ὠνομάζετο Ἕλενος S.Ph.605, cf. El.694 ; ὄ. δημοκρατία κέκληται Th.2.37 ; τὸ ἐναντίον ὄ. ἀφροσύνη μετωνόμασται Id.1.122 ; ὄ. ἓν κεκλημένους Σικελιώτας Id.4.64 ; λεγόμενοι τοὔνομα γεωργικοί Pl.Lg.842e ; but also ὀνόματί τινα προσαγορεύειν Antipho 6.40 ; reversely, ὄνομα καλεῖν τινι give a name to, Pl.Plt.279e, Cra.385d ; ὄ. καλεῖν ἐπί τινι Id.Prm.147d ; τύμβῳ δ' ὄ. σῷ κεκλήσεται . . Κυνὸς σῆμα E.Hec.1271 ; τοὔνομα προσηγορεύθη Anaxil.21.3.    II name, fame, Ἰθάκης γε καὶ ἐς Τροίην ὄνομ' ἵκει Od.13.248 ; οὐδὲ θανὼν ὄνομ' ὤλεσας 24.93 ; ὄ. ἔχειν or σχεῖν ἀπό τινος, Hdt.1.71, Pl.Hp.Ma.282a ; τὸ μεγα ὄ. τῶν Ἀθηνῶν Th.7.64 ; τῷ μέλλοντι χρόνῳ καταλιπεῖν ὄ. ὡς . . Id.5.16 ; τοὔνομά τινος μεῖζον ἀφικνεῖται εἰς τὴν πόλιν X.An.6.1.20 ; ὧν ὀνόματα μεγάλα λέγεται ἐπὶ σοφίᾳ Pl.Hp.Ma.281c; ὄ. μέγιστον ἔχειν Th.2.64 ; ἐν ὀνόματι εἶναι to have a name, to be notable, Str.9.1.23 ; οἱ ἐν πράγμασιν ἐπ' ὀνόματος γεγονότες Plb.15.35.1 ; παράσιτοι δ' ἐπ' ὀνόματος ἐγένοντο notably, Ath.6.240c ; τῶν δι' ὀνόματος παρασίτων ib.241a.    III a name and nothing else, opp. the real person or thing, ἵνα μηδ' ὄνομ' αὐτοῦ ἐν ἀνθρώποισι λίπηται Od.4.710 ; βοᾶς δ' ἔτι μηδ' ὄνομ' εἴη Theoc. 16.97 ; opp. ἔργον, E.Or.454, Hipp.502 ; περὶ ὄ. μάχεσθαι Lys.33.3 ; ἐκ τῶν ὀ. μᾶλλον ἢ τῶν πραγμάτων σκέψασθαι D.9.15 ; ὀνόματι διαφέρεσθαι dispute about a word, Pl.Euthd.285a, Lg.644a.    2 false name, pretence, pretext, ὀνόματι ἐννόμῳ ξυμμαχίας under the pretence . ., Th.4.60 ; μετ' ὀνομάτων καλῶν Id.5.89 ; χώρα καλῶν ὀ. καὶ προσχημάτων μεστή Pl.R.495c, cf. Plb.11.5.4.    IV in periphr. phrases, ὄ. τῆς σωτηρίας, = σωτηρία, E.IT905, cf. ὄνομ' ὁμιλίας ἐμῆς (v. l. for ὄμμ') Id.Or.1082 : with the names of persons, periphr. for the person, ὦ φίλτατον ὄ. Πολυνείκους Id.Ph.1702.    2 of persons, ὄχλος ὀνομάτων Act.Ap.1.15 ; ἕτερα ὀ. ἀντ' αὐτοῦ . . πέμψαι Wilcken Chr.28.19 (ii A. D.) ; in Accountancy, both of persons and things (cf. Lat. nomen), Hyp.Ath.6, 10 (both pl.), Jahresh.26 Beibl.13 (Ephes., ii A. D., pl.) ; βαρέσαι τὸ ἐμὸν ὄ. charge my account, POxy.126.8 (vi A. D.) ; τὸν τόκον τὸν ὀνόματί μου παραγραφέντα ib.513.22 (ii A. D.) ; in registers of titledeeds, etc., οἰκίας οὐ κειμένης ἐν ὀνόματι τῆς ἀποδομένης not booked under the name of the seller, PLips.3 ii 25 (iii A. D.) ; ὀνόματι ἰδιωτικῆς under the head of private land, PCair.Preis.47.10 (iv A. D.); δικαιώματα . . ἑκάστῳ ὀνόματι παράκειται BGU113.11 (ii A. D.); in tax-receipts, ἔσχον ὀνόματος Σομτοῦς on account of S., Ostr.Bodl. ii 39 (ii A. D.), cf. PFay.85.7 (iii A. D.), etc.    V phrase, expression, esp. of technical terms, ὀ. τὰ ἐν τῇ ναυτικῇ X.Ath.1.19 : generally, D.19.187.    VI Gramm., word, opp. ῥῆμα (expression), Pl.Cra.399b, cf. Ap.17c, Smp.198b, 199b, 221e, Isoc.9.9, 11, Arist.Rh.1404b5, Aeschin.3.72, A.D.Synt.12.25, al., Demetr.Eloc.23, al. ; τὸ ἰλλαίνειν ὄ. the word ἰλλαίνειν, Gal.17(1).679.    2 noun, opp. ῥῆμα (verb, predicate), Pl.Tht.168b, Sph.262a, 262b, cf. Arist.Po.1457a10, Int.16a19, al.; as one of five parts of speech, Chrysipp.Stoic.2.45 ; ὄ. κύριον a proper name, opp. προσηγορικόν, D.T.636.16, A.D.Pron.26.12, al. (so . alone, Ar.Nu.681 sqq., Diog.Bab.Stoic.3.213) ; also of adjectives, S.E.M.1.222. (Cf. Goth. namo, gen. namins, Lat. nōmen, Skt. nāma.)

German (Pape)

[Seite 348] τό, ion. u. poet. οὔνομα, äol. ὄνυμα (ὀ ist vorgeschlagen, die Wurzel γνο = νο), 1) Name, die Benennung einer Person oder Sache; bei Hom. der Eigenname, mit dem eine Person genannt wird, οὕς κεν ἐϋ γνοίην καὶ τοὔνομα μυθησαίμην, Il. 3, 235, wie τῶν ἄλλων τίς κεν ᾗσι φρεσὶν οὐνόματ' εἴποι, 17, 260 (sonst nicht in der Il.); auch bestimmter, Ἀρήτη δ' ὄνομ' ἐστὶν ἐπώνυμον, Od. 7, 54, vgl. 19, 403, der Name, mit dem sie genannt wird, ἐμοὶ δ' ὄνομα κλυτὸν Αἴθων, 19, 183, Εὐρυβάτης δ' ὄνομ' ἔσκε, 247, öfter; ὄνομα τῇ κολάσει εὐθῦναι, Plat. Prot. 326 d, wie ὄνομα αὐτῷ εἶναι Ἀγάθωνα, 315 e; auch parenthetisch, Δίων ὄνομα αὐτῷ, Is. 6, 20; auch εἴπ' ὄνομ', ὅττι σε κεῖθι κάλεον, mit dem sie dich nannten, Od. 8, 550, vgl. 9, 364; ὅπερ καλοῦμεν ὄνομα ἕκαστον, Plat. Crat. 383 e, vgl. 402 d; daher ὄνομα κέκληται δημοκρατία, Thuc. 2, 37; ὄνομα θεῖναί τινι, einen Namen geben, beilegen, Od. 19, 403; häufiger im med., ὄνομα τίθεσθαι, 19, 406; so Ar. Nubb. 66 Av. 809. 923; u. in Prosa, τούτοις ὄνομα ἀποικίαν τιθέμενος, Plat. Legg. V, 736 a; ἀντὶ τοῦ ὀνόματος, οὗ ἔθετο αὐτῷ ὁ πατὴρ Βοιωτόν, Dem. 40, 34; Folgde häufig; – ἐπ' ὀνόματος εἶναι, s. ἐπί; – ὄνομα φέρειν, einen Namen tragen, Soph. O. C. 60; ὄνομα ἔχειν ἀπό τινος, von oder nach einem Andern den Namen haben, Plat. Hipp. mai. 282 a; Γαῖα, πολ λῶν όνομάτων μορφὴ μία, Aesch. Prom. 210, öfter; τύμβῳ ὄνομα σὸν κεκλήσεται, Eur. Hec. 1271; – πόλις Θάψακος ὀνόματι, mit Namen, Xen. An. 1, 4, 11; gewöhnlicher im absoluten accus., πόλις ὄνομα Καιναί, 2, 4, 28 u. öfter, u. Folgde; ἐπ' ὀνόματος καλεῖν τινα; bei Namen rufen, Pol. 5, 35, 2; namentlich, ἐπ' ὀνόματος δηλοῦν τὰς πόλεις, 18, 28, 4. – 2) wie bei uns, Name, Ruf, Ruhm; Hom., doch so, daß an den Eigennamen selbst zu denken ist, Ἰθάκης γε καὶ ἐς Τροίην ὄνομ' ἵκει, Od. 13, 248; ἃς σὺ μὲν οὐδὲ θ ανων ὄνομ' ὤλεσας, dem nachher entspricht ἀλλά τοι αἰεὶ πάντας ἐπ' ἀνθρώπους κλέος ἔσσεται ἐσθλόν, 24, 93; Od. 4, 710 ἵνα μηδ' ὄνομ' αὐτοῦ ἐν ἀνθρώποισι λίπηται, daß auch nicht der Name von ihm übrig bleibe; ὄνομα μόνον δείσαντες, den Ruf des Namens, Soph. O. C. 266; πολὺ τὸ σὸν ὄνομα διήκει πάντας, 307. – Auch in Prosa = berühmter Name, οὐδ' ἂν ἐγένετο Πρωταγόρου ὄνομα ἐν τοῖς Ἕλλησιν, Plat. Prot. 335 a; ὧν ὀνόματα μεγάλα λέγεται ἐπὶ σοφίᾳ, Hipp. mai. 281 c; καὶ τῷ μέλλοντι χρόνῳ καταλιπεῖν ὄνομα ὡς οὐδὲν σφήλας τὴν πόλιν διεγένετο, Thuc. 5, 16; ἀπὸ γὰρ τῆς μάχης τὸ τούτου ὄνομα μέγιστον ηὔξητο, Xen. Cyr. 4, 2, 3; ἐν ἀτίμῳ ὀνόματι, von unberühmtem Namen, Herkommen, An. 6, 4, 7; Sp., die auch ὄνομα καὶ δόξα, ὄνομα καὶ κλέος u. dgl. verbinden, Anth. – 3) der bloße Name in Ggstz der Person oder Sache, ὄνομα, ἔργον δ' οὐκ ἔχουσιν οἱ φίλοι, Eur. Or. 454, vgl. I. A. 128; ἐκ τῶν ὀνομάτων μᾶλλον ἢ τῶν πραγμάτων σκέπτεσθαι, Dem. 9, 15. Daher auch der falsche Name, hinter dem man die Sache versteckt, Vorwand, καὶ πρόσχημα, Pol. 11, 6, 4; D. Hal. u. a. Sp.; vgl. auch Thuc. 4, 60. – 4) bes. bei Gramm. das nomen im Ggstz von ῥῆμα, verbum, auch im engeren Sinne Eigenname im Ggstz von προσηγορία, nomen appellativum (s. unter ῥῆμα). – Uebh. das Wort, der Ausdruck, ὀνόμασι διαθέσθαι, dem ἐνθυμηθῆναι entgegengesetzt, Isocr. 4, 9, der auch ὀνόματα = λέξις den ἐνθυμήματα gegenüberstellt.