ατάραγος
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
Greek Monolingual
ατάρακτος και ατάραχος και ατάραγος, -η, -ο (AM ἀτάρακτος και ἀτάραχος, -ον)
ήρεμος, γαλήνιος
νεοελλ.
1. (για υγρά) αυτός που δεν τον έχουν ανακατέψει
2. αυτός που δεν συγκινείται, ο απαθής
αρχ.
1. αμετασάλευτος, αμετάβλητος, σταθερός
2. αυτός που δεν προκαλεί ή δεν φέρνει ταραχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ατάρακτος και ατάραγος < α- στερ. + ταράσσω, ενώ ο τ. ατάραχος < α- στερ. + -ταραχος < ταραχή < ταράσσω.