θυμολέων
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
English (LSJ)
οντος, ὁ, lion-hearted, of Achilles, Il.7.228, Hes.Th.1007; of Ulysses, πόσιν ἀπώλεσα θ. Od.4.724; of Hercules, 11.267, cf. Ar.Ra.1041 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1223] οντος, ὁ, löwenmutig, -herzig; Iliad. 5, 639. 7, 228 Odyss. 4, 724. 814. 11, 267, stets acc. sing. θυμολέοντα; Ar. Ran. 1041; Dionysus, Hymn. (IX, 524, 8).
French (Bailly abrégé)
οντος (ὁ) :
au cœur de lion.
Étymologie: θυμός, λέων.
Russian (Dvoretsky)
θῡμολέων: οντος adj. m с львиным сердцем, храбрый как лев (Ἀχιλλεύς Hom., Hes.; Πάτροκλος Arph.; Διόνυσος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
θῡμολέων: -οντος, ὁ, λεοντόκαρδος, Coeur-de-lion, ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Η. 228· περὶ τοῦ Ὀδυσσέως, πόσιν ὤλεσα θυμ. Ὀδ. Δ. 724, 814· περὶ τοῦ Ἡρακλέους, Λ. 267, Ἡσ. Θ. 1007, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 1041.
Greek Monolingual
θυμολέων, ὁ (Α)
(για τον Αχιλλέα, τον Οδυσσέα και τον Ηρακλή) αυτός που έχει καρδιά λιονταριού, ο λεοντόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -λέων.
Greek Monotonic
θῡμολέων: -οντος, ὁ, λεοντόκαρδος, Coeur-de-lion, σε Ομήρ. Ιλ.