ἀκτένιστος

From LSJ
Revision as of 06:53, 20 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn

Menander, Monostichoi, 477
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκτένιστος Medium diacritics: ἀκτένιστος Low diacritics: ακτένιστος Capitals: ΑΚΤΕΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akténistos Transliteration B: aktenistos Transliteration C: aktenistos Beta Code: a)kte/nistos

English (LSJ)

ἀκτένιστον, uncombed, κόμη S.OC1261, Sch.A.R.1.60.

Spanish (DGE)

-ον
despeinado κόμη S.OC 1261, cf. Philaenis en POxy.2891.1.2.3, Sch.A.R.3.50.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non peigné.
Étymologie: , κτενίζω.

Greek Monolingual

-η, -ο και αχτένιστος (AM ἀκτένιστος, -ον) κτενίζω
αυτός που δεν χτενίστηκε, ακατάστατος, ξεχτένιστος
(νεολλ.)
1. (για τρίχες, νήματα κ.λπ.) αυτός που δεν τον επεξεργάστηκαν με ειδικό εργαλείο, με το χτένι, ο αλανάριστος,
2. (για λόγο, σύγγραμμα κ.λπ.) ο μη επεξεργασμένος με προσοχή και επιμέλεια, αφρόντιστος, παραμελημένος, μισοτελειωμένος.

Greek Monotonic

ἀκτένιστος: -ον (κτενίζω), αχτένιστος, ατημέλητος, σε Σοφ.

German (Pape)

κόμη, ungekämmt, Soph. O.C. 1263.

Russian (Dvoretsky)

ἀκτένιστος: нечесанный, непричесанный (κόμη Soph.).

Middle Liddell

κτενίζω
uncombed, unkempt, Soph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκτένιστος -ον [ἀ-, κτενίζω ongekamd.

Translations

uncombed

Catalan: despentinat, escabellat; Dutch: ongekamd; French: non peigné; German: ungekämmt; Greek: ακτένιστος, αχτένιστος; Ancient Greek: ἀκτένιστος, ἀπέκτητος, ἄπεκτος; Hungarian: fésületlen; Italian: spettinato; Maori: tīwanawana, kōritorito, poutihitihi; Portuguese: despenteado; Russian: нечесанный, непричесанный; Spanish: despeinado