ἀλογιστία

From LSJ
Revision as of 21:12, 20 October 2024 by Spiros (talk | contribs)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλογιστία Medium diacritics: ἀλογιστία Low diacritics: αλογιστία Capitals: ΑΛΟΓΙΣΤΙΑ
Transliteration A: alogistía Transliteration B: alogistia Transliteration C: alogistia Beta Code: a)logisti/a

English (LSJ)

Ion. ἀλογιστίη, ἡ, thoughtlessness, rashness, Democr.289, Plb.5.15.3, Chrysipp.Stoic. 3.129, Phld.Ir.p.93 W., Plu.2.466c.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀλογιστίη
falta de juicio, falta de cálculo, insensatez, irracionalidad ἀλογιστίη μὴ ξυγχωρέειν ταῖσι κατὰ τὸν βίον ἀνάγκαις Democr.B 289, τοὺς ἰδίους πόνους ἀλογιστίη γεωργήσας Democr. en Hp.Ep.17 (p.374), unido a la borrachera μέθη καὶ ἀ. Plb.5.15.3, cf. 21.26.16, τὸ μεθύειν ο[ὐ] συμβαίν[ει] πα[ρ'] ἀλογιστίαν Phld.Ir.93, ἀνανήφων ἀπὸ τῆς ὑπ' ἐκείνοις ἀλογιστίας Origenes Cels.8.63
en gener. ἀ. ἐν τοῖς πάθεσιν Chrysipp.Stoic.3.129, Φάλαρις ... ἐμπληθυνθεὶς ἀλογιστίας LXX 3Ma.5.42
incapacidad de juicio, desconcierto θυμὸς καὶ ἀ. Plb.2.30.4, ταῦτα δ' ἐστὶν ἀπειρία πραγμάτων, ἀ. Plu.2.466c.

German (Pape)

[Seite 108] ἡ, Unbedachtsamkeit, Pol. öfter, z. B. 5, 15 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
irréflexion.
Étymologie: ἀλόγιστος.

Russian (Dvoretsky)

ἀλογιστία:безрассудство, неразумие Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλογιστία: ἡ, ἀπερισκεψία, ἀβουλία, προπέτεια, Πολύβ. 5. 15. 3, Πλούτ., κτλ.

Greek Monolingual

η (Α ἀλογιστία) ἀλόγιστος
αμυαλιά, απερισκεψία.

Greek Monotonic

ἀλογιστία: ἡ, απερισκεψία, αβουλία, προπέτεια, σε Πολύβ., Πλούτ. κ.λπ.

Translations