α- στερητικό
From LSJ
οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge
English
a-, an-, in-, un-, -less. alpha privative, alpha privative prefix, privative a, alpha privativum, indicating an opposite or lacking sense.
Alternative forms
- ά-
- άν- (used before a vowel)
- αν- (used before a vowel)
- ανα-
- ανά-
- ανε-
- ανη-
Greek
- 1. α- στερητικό πρόθημα, που δηλώνει έλλειψη, απουσία, στέρηση.
- Παραδείγματα
- 2. α- αθροιστικό πρόθημα, που δηλώνει κατά το όμοιο, ή μαζί με άλλο
- Παραδείγματα
- 3. α- επιτακτικό πρόθημα, που δηλώνει επίταση της κυρίας έννοιας
- Παραδείγματα
- 4. α- ευφωνικό πρόθημα, που δεν επηρεάζει τη σημασία της λέξης
- Παραδείγματα