ὑπερισχύω
Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings
English (LSJ)
[ῡ],
A to be exceedingly strong, of fire, Thphr. Ign.10; ὁ λόγος LXX 2 Ki.24.4; οἶνος ib.qEs.3.10, cf. 4.41; of trees, to be too luxuriant, Thphr. CP 3.18.2.
2 of persons, to be overbearing, Sammelb. 4638.6 (ii B. C.).
II c. gen., to be stronger than, prevail over, τοῦ πάθους J.BJ1.29.4, cf. LXX Jo.17.18: also c. acc., PPetr.2p.58 (iii B. C., cf. 3p.66), PRyl.119.30 (i A. D.).
German (Pape)
[Seite 1197] überaus stark, fest sein, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερισχύω: [ῡ], εἶμαι ὑπερβαλλόντως ἰσχυρός, πῦρ Θεοφρ. π. Πυρὸς 10 ὁ λόγος Ἑβδ. (Β΄ Βασ. κεφ. ΚΔ΄, 4)· οἶνος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 3, 2· ― ἐπὶ δένδρων, ὀργῶ ζωηρότατα πρὸς βλάστησιν, βλαστάνω ζωηρότατα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 18, 2. ΙΙ. μετὰ γεν., εἶμαι ἰσχυρότερός τινος, ἐπικρατῶ, ὑπερνικῶ, τοῦ πάθους Ἰώσηπ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 1. 29, 4, πρβλ. Ἑβδ. (Δαν. ΙΑ΄, 23).
Greek Monolingual
ὑπερισχύω ΝΑ ἰσχύω
είμαι ή αναδεικνύομαι πανίσχυρος, επικρατώ, υπερνικώ, επιβάλλομαι
αρχ.
1. (για φωτιά) έχω υπέρμετρη ένταση
2. (για δέντρα) είμαι εξαιρετικά γόνιμος, παραγωγικός.