ἐπιχρονίζω

From LSJ
Revision as of 07:44, 2 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχρονίζω Medium diacritics: ἐπιχρονίζω Low diacritics: επιχρονίζω Capitals: ΕΠΙΧΡΟΝΙΖΩ
Transliteration A: epichronízō Transliteration B: epichronizō Transliteration C: epichronizo Beta Code: e)pixroni/zw

English (LSJ)

last long, Thphr. Ign.61; ὅταν [τὸ θερμὸν] -χρονίσῃ Arist.Pr.936a20; ἐπικεχρονικός inveterate, chronic, Gal.11.103:—Pass., ἀὴρ -όμενος ψυχθείς when cooled in course of time, Arist.Pr. 942a33.

German (Pape)

[Seite 1005] lange Zeit dabei zubringen, dauern, Theophr. u. a. Sp. – Med. ἐπιχρονιζόμενος, im Gegensatz von ἀρχόμενος, Arist. probl. 26, 19.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχρονίζω: тж. med. долго продолжаться, длиться Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχρονίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, διαρκῶ ἐπὶ πολύ, ὅταν (τὸ θερμὸν) ἐπιχρνίσῃ Ἀριστ. Πρβλ. 24. 2· ἐπικεχρονικὸς οἴδημα, παλαιόν, ἐκ πολλοῦ, χρόνιον, Γαλην.: - ὡσαύτως ἐν τῷ Παθ., ἐπιχρονιζόμενος δὲ (ὁ νότος) ψυχθεὶς συνίσταται μᾶλλον εἰς ὕδωρ Ἀριστ. Πρβλ. 26. 19.

Greek Monolingual

ἐπιχρονίζω (Α)
διαρκώ πολύ («ὅταν [τὸ θερμὸν] ἐπιχρονίσῃ», Αριστοτ.)
2. (για ασθένεια) γίνομαι χρόνιος
3. παθ. ἐπιχρονίζομαι
φρ. «ἀὴρ ἐπιχρονιζόμενος ψυχθείς» — αέρας που κρυώνει όσο περνάει η ώρα, (Αριστοτ.).