χολοδεκτικός

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χολοδεκτικός Medium diacritics: χολοδεκτικός Low diacritics: χολοδεκτικός Capitals: ΧΟΛΟΔΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: cholodektikós Transliteration B: cholodektikos Transliteration C: cholodektikos Beta Code: xolodektiko/s

English (LSJ)

χολοδεκτική, χολοδεκτικόν, = choleric, irascible, Lat. irascibilis, Glossaria.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
ευερέθιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος /χολή + δεκτικός (< δέχομαι), πρβλ. αἱματοδεκτικός.

Translations