εὖθριξ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
English (LSJ)
Ep. ἐΰθριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,
A with beautiful hair, Eub.104 (lyr.); in Il. always of horses, with flowing mane, ἵππους 23.13,301; of dogs, X.Cyn.4.6; of birds, well-plumed, Theoc.18.57.
2 fleecy, thick, λῆνος Nic.Al.452.
II attached to a stout line, of a fish-hook, AP 9.52 (Carph.).
Greek (Liddell-Scott)
εὖθριξ: Ἐπικ. ἐΰθριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὰς τρίχας, Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 2· ἐν Ἰλ. ἀείποτε ἐπὶ ἵππων, ἔχων ὡραίαν καὶ ἄφθονον χαίτην, ἵππους Ψ. 13. 301, 551· ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4. 6· ἐπὶ προβάτων, μηρί’ εὐτρίχων τε μήλων Βακχυλίδ. Ἀποσπ. 4. 5 (ἔκδ. Blass)· ἐπὶ πτηνῶν, ἔχων ὡραῖα πτερά, Θεόκρ. 18. 57. II. κατεσκευασμένος ἐξ ἰσχυρῶν τριχῶν, ἐπὶ ἁλιευτικῆς ὁρμιᾶς, Ἀνθ. Π. 9. 52, πρβλ. Νικ. Ἀλ. 352.
Greek Monotonic
εὖθριξ: Επικ. ἐΰ-θρ-, -τρῐχος, ὁ, ἡ,
I. αυτός που έχει όμορφα μαλλιά, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται πάντα για άλογα, αυτό που έχει κυματιστή χαίτη· λέγεται για σκύλους, σε Ξεν.· λέγεται για πτηνά, πουλιά, αυτός που έχει ωραία φτερά, σε Θεόκρ.
II. αυτός που είναι φτιαγμένος από δυνατές τρίχες, λέγεται για πετονιά, σε Ανθ.
Middle Liddell
I. with beautiful hair: in Il. always of horses, with flowing mane; of dogs, Xen.; of birds, well-plumed, Theocr.
II. made of good hair, of a fishing line, Anth.