ἀνωφερής
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
English (LSJ)
ἀνωφερές,
A borne upwards, ascending, opp. κατωφερής, of air and fire, Chrysipp.Stoic.2.143, cf. 290, Aristid. Quint.3.19; ὀσμαί Arist. Pr.908a25, cf. Herm. in Phdr.p.178A.; τὸ ἀνωφερές Plu.2.649c.
2 of wine, heady, intoxicating, Ath.1.32c.
II Act., bearing upwards, Arist.Ph.217a3.
Spanish (DGE)
-ές
I 1que tiende a subir, ascendente ἀνωφεροῦς οὔσης τῆς τοιαύτης φύσεως διὰ τὴν κουφότητα Democr.B 5.1, del aire y del fuego, Chrysipp.Stoic.2.143, cf. 290, M.Ant.9.9, 11.20, Aristid.Quint.119.5, Ach.Tat.Intr.Arat.4, ὀσμαί Arist.Pr.908a25, τὸ θερμόν Herm.in Phdr.178, δύναμις Corn.ND 26, M.Ant.10.26
•subst. τὸ ἀνωφερές = lo ascendente τὸ ἀνωφερές δύναμίς ἐστιν Plu.2.649c.
2 fig. que se sube a la cabeza del vino, Ath.32c.
II elevado, sublime ἀνωφερὴς ... ἦν αὐτῶν ἡ ζωή Gr.Nyss.V.Macr.383.3.
German (Pape)
[Seite 269] ές, sich nach oben bewegend, emporsteigend, Arist. probl. 13, 5; οἶνος Ath. I, 32 c; sich steil erhebend, schroff, Diod. S. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui monte ou tend à monter.
Étymologie: ἄνω, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνωφερής:
1 устремляющийся вверх (τὸ θερμὸν καὶ αἱ ὀσμαὶ πᾶσαι Arst.; τὸ πυρῶδες Diod.);
2 поднимающий вверх (τὸ κενόν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνωφερής: -ές, ὁ πρὸς τὰ ἄνω φερόμενος, ἀναβαίνων, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ κατωφερής, ὀσμαὶ Ἀριστ. Πρβλ. 13. 5· τὸ ἀνωφερὲς Πλούτ. 2. 649C. 2) ἐπὶ οἴνου, ὁ εἰς τὴν κεφαλὴν ἀναβαίνων, μεθυστικός, Ἀθήν. 32C. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ πρὸς τὰ ἄνω φέρων, Ἀριστ. Φυσ. 4. 9, 2.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀνωφερής, -οῦς)
νεοελλ.
(για έδαφος) αυτός που έχει κλίση προς τα επάνω, ανηφορικός
αρχ.
1. αυτός που ανεβαίνει, που κατευθύνεται προς τα επάνω
2. (για κρασί) αυτός που επιδρά στο κεφάλι, που προκαλεί μέθη
3. ενεργ. αυτός που φέρει ή κατευθύνει κάτι προς τα επάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνω + -φερής < φέρω (πρβλ. εμφερής, κατωφερής, περιφερής κ.ά.].
Mantoulidis Etymological
(=ἀνηφορικός). Ἀπό τό ἄνω + φέρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.